«Καημός, αλήθεια, να περνώ του έρωτα πάλι το στενό...»
Το συγκεκριμένο ποίημα γράφτηκε στις 07/08/1928
Καημός, αλήθεια, να περνώ του έρωτα πάλι το στενό,
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά, μια μέρα του θανάτου…
Στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,
τι μου στοιχίζει στην καρδιά, το ξαναπέρασμά του.
Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,
στερνό φιλί, πρώτο φιλί, και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί, που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς, ποτέ, να μου το δώσει…
Ίσως μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας πάλι στο βυθό,
και με τη Νύχτα, μυστικά, γίνουμε, πάλι, ταίρι,
αυτό το ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,
σα μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρει!
Το ποίημα δεν δημοσιεύτηκε όσο ζούσε ο ποιητής. Βρισκόταν στα χαρτιά που παρέδωσε ο κληρονόμος του Λαπαθιώτη στον Άρη Δικταίο, το 1964, για να ετοιμάσει τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του. Καθώς το αντέγραφε ο Δικταίος, πρόσεξε πως υπάρχει ακροστιχίδα, δηλαδή τα πρώτα γράμματα κάθε στίχου σχημάτιζαν το όνομα Κώστας Γκίκας.
Ο Κώστας Γκίκας ήταν από το Μενίδι και ήταν ο μεγάλος έρωτας του Λαπαθιώτη -συνδέονταν ίσως από το 1925 και έως τουλάχιστον το 1937. Το ποίημα γράφτηκε το 1928.
Είναι γλυκοθλιμμένα τα ματάκια σου
Κι είναι η ψυχή μου τόσο πονεμένη!
Μέσ’ από το γλυκόλαλο χειλάκι σου
Ουράνιο μύρο αγάπης ανασαίνει…
Μακρυά σου τι με νοιάζει αν γλυκοχάραμα
Ροδίζει στα βουνά τα χρυσωμένα;
Αυγούλες κρυσταλλένιες και ολογάλανες
Τα μάτια σου μονάχα είναι για μένα!
Νύχτα και μέρα εγώ διψώ τη μέθη τους,
Είναι η ψυχή μου τόσο πονεμένη
Ολόγλυκα η λαχτάρα μου και η θλίψη μου,
Σαν ίσκιος, μ’ ένα γέλιο σου πεθαίνει!
Υγρά τα μάτια μου είναι από τα κλάματα…
Η νύχτες, τα φεγγάρια τα θλιμμένα,
Η θάλασσα, το φως, τα ροδοσύννεφα
Σιμά σου μοναχά, γλυκό τρελόπαιδο,
Λάμπουν και φέγγουν κι είναι ωραία για μένα!…
Στην πίσω πλευρά του χαρτιού υπάρχει μια πλεγμένη υπογραφή:
ΝαπολέΩν ΛαπαθιώτΗΣ
Τα πέντε υπερμεγέθη γράμματα που επισκιάζουν τα άλλα τα μικρούτσικα σχηματίζουν το όνομα ΝΩΛΗΣ, που είναι κυκλαδίτικο υποκοριστικό του «Μανώλης» -και τον Γλέζο τον φωνάζουν έτσι στο χωριό του.
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου του 1888 στην Αθήνα. Ποιητής της περιόδου του Μεσοπολέμου, ένας από τους «καταραμένους» και «ιδανικούς αυτόχειρες» της λογοτεχνίας μας. Θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής. Γνωστός στην τότε αθηναϊκή κοινωνία για τις εκκεντρικές εμφανίσεις και τη δεδηλωμένη ομοφυλοφιλία του.
Ο εθισμός του στις ναρκωτικές ουσίες, οι κακουχίες της κατοχής και τα σοβαρά βιοποριστικά προβλήματα που αντιμετώπιζε, αφού είχε εξανεμίσει την οικογενειακή του περιουσία, τον οδήγησαν στην αυτοκτονία στις 7 Ιανουαρίου του 1944 στο σπίτι του στα Εξάρχεια.
Η ποίησή του έχει σαφείς επιρροές από το ρεύμα του αισθητισμού, με πρότυπο τον Όσκαρ Ουάιλντ. Οι στίχοι του τις περισσότερες φορές ιδιαίτερα τολμηροί και με έντονα τον μελαγχολικό τόνο. Ο Λαπαθιώτης ασχολήθηκε επίσης με το λογοτεχνικό δοκίμιο, τη μετάφραση, τη μουσική σύνθεση, ενώ, τέλος, έγραψε και θεατρικά έργα. Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες, όπως οι Σταύρος Κουγιουμτζής, Γιάννης Σπανός, Γιώργος Ζαμπέτας, Νίκος Ζιώγαλας, Νίκος Ξυδάκης, Νότης Μαυρουδής, Κώστας Λειβαδάς, κ.α.
Eρωτικό
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά, μια μέρα του θανάτου…
Στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,
τι μου στοιχίζει στην καρδιά, το ξαναπέρασμά του.
Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,
στερνό φιλί, πρώτο φιλί, και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί, που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς, ποτέ, να μου το δώσει…
Ίσως μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας πάλι στο βυθό,
και με τη Νύχτα, μυστικά, γίνουμε, πάλι, ταίρι,
αυτό το ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,
σα μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρει!
Ο Λαπαθιώτης έγραψε το ποίημα αυτό το 1928 για τον Κώστα Γκίκα, που ήταν κι ο μεγάλος έρωτάς του. Άλλωστε, το «Ερωτικό» έχει ακροστιχίδα που σχηματίζει το όνομα «Κώστας Γκίκας». Το ποίημα μελοποιήθηκε από τον Νίκο Ξυδάκη. Πρώτη εκτέλεση: Ελευθερία Αρβανιτάκη:
Ο Κώστας Γκίκας ήταν από το Μενίδι και ήταν ο μεγάλος έρωτας του Λαπαθιώτη -συνδέονταν ίσως από το 1925 και έως τουλάχιστον το 1937. Το ποίημα γράφτηκε το 1928.
Στο αρχείο Λαπαθιώτη στο ΕΛΙΑ δεν υπάρχει το χειρόγραφο του ποιήματος, όμως υπάρχει ένα άλλο ποίημα του Λαπαθιώτη με ακροστιχίδα, που είναι πολύ λιγότερο γνωστό -αξίζει λοιπόν να το δούμε παρακάτω.
Κι είναι η ψυχή μου τόσο πονεμένη!
Μέσ’ από το γλυκόλαλο χειλάκι σου
Ουράνιο μύρο αγάπης ανασαίνει…
Μακρυά σου τι με νοιάζει αν γλυκοχάραμα
Ροδίζει στα βουνά τα χρυσωμένα;
Αυγούλες κρυσταλλένιες και ολογάλανες
Τα μάτια σου μονάχα είναι για μένα!
Νύχτα και μέρα εγώ διψώ τη μέθη τους,
Είναι η ψυχή μου τόσο πονεμένη
Ολόγλυκα η λαχτάρα μου και η θλίψη μου,
Σαν ίσκιος, μ’ ένα γέλιο σου πεθαίνει!
Υγρά τα μάτια μου είναι από τα κλάματα…
Η νύχτες, τα φεγγάρια τα θλιμμένα,
Η θάλασσα, το φως, τα ροδοσύννεφα
Σιμά σου μοναχά, γλυκό τρελόπαιδο,
Λάμπουν και φέγγουν κι είναι ωραία για μένα!…
Η ακροστιχίδα είναι διπλή, πλεχτή. Οι μονοί στίχοι σχηματίζουν το όνομα ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ και οι ζυγοί το επώνυμο ΚΟΡΤΕΣΗΣ -είναι ο νεαρός από την Ίο με τον οποίο συνδεόταν ο Λαπαθιώτης από το 1906 ως το 1910 περίπου, δηλαδή σε ηλικία 18-22 χρονών.
Να προσέξουμε ότι ο τέταρτος στίχος από το τέλος είναι γραμμένος σύμφωνα την ορθογραφία της εποχής «Η νύχτες», αντί «Οι νύχτες», και δεν μπορούμε να τον εκσυγχρονίσουμε διότι χαλάει την ακροστιχίδα.
ΝαπολέΩν ΛαπαθιώτΗΣ
Τα πέντε υπερμεγέθη γράμματα που επισκιάζουν τα άλλα τα μικρούτσικα σχηματίζουν το όνομα ΝΩΛΗΣ, που είναι κυκλαδίτικο υποκοριστικό του «Μανώλης» -και τον Γλέζο τον φωνάζουν έτσι στο χωριό του.
Πολυσυζητημένος, ο Λαπαθιώτης, – όχι τόσο για το αριστουργηματικό έργο του, όπως θα έπρεπε – αλλά γιατί με τη ζωή του προκάλεσε τη συντηρητική κοινωνία της εποχής κι ας ήταν πάντα διακριτικός, κλεισμένος στον εαυτό του και συγκρατημένος, μέχρι τη στιγμή της αυτοκτονίας του, το 1944.
Ήταν ωστόσο αδιανόητο για την υποκριτική μεσοπολεμική Αθήνα, να δεχθεί έναν λογοτέχνη που συγκέντρωνε στο πρόσωπό του όλα όσα ήταν απαγορευμένα δια ροπάλου:
Ήταν άθεος, κομμουνιστής, ομοφυλόφιλος και ναρκομανής.