Πάνε έξι χρόνια που η ζωή των ανθρώπων στην Ελλάδα έχει αλ-
λάξει δραματικά. Οι καταστάσεις με οδήγησαν να παρατηρώ και
να καταγράφω ό,τι συνέβαινε γύρω μου. Τα δύο τελευταία χρόνια,
μάλιστα, η παρατήρηση αντικαταστάθηκε απο τη διαίσθηση. οι
περισσότερες σελίδες έχουν γραφτεί χωρίς να έχω γνώση του τι
γράφω. Με έκπληξη την επόμενη μέρα τα διάβαζα...
Πιστεύω ότι κράτησα ισορροπίες. Όχι ως συγγραφέας, αλλά ως
μοναχικός και απόμακρος νυχτερινός καταγραφέας πλημμυρι-
σμένος από συναισθήματα, απόγνωση, θυμό, πόνο και μουσική
αρμονία. Η μουσική καθε βράδυ με καλούσε και ήταν η σειρήνα
της δημιουγίας αυτού του βιβλίου.
Αυτη είναι η ιστορία μιας αγαπημένης "πεταλούδας" του βιβλίου του
"Εκπαιδευτής Πεταλούδων".
Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη
"Εκπαιδευτής Πεταλούδων".
13η ΕΝΤΟΛΗ
Είναι χάραμα. Μια εβδομάδα πριν το Πάσχα. Ο Καπετάν
Μιχάλης με βήματα βαριά και σαν υπνωτισμένος ξεκινά για το καρνάγιο. Πίσω του ο Ζινκ. Στο μυαλό του σαν
καμπάνα χτυπά μια λέξη. ΕΝΤΟΛΗ!
Είναι πρώτη φορά που ξεκινά για στεριά και όχι για θάλασσα
τέτοια ώρα. Υποψιάζεται τι θα συναντήσει, γι’ αυτό και τα βήματά του γίνονται
πιο αργά, κι ας είναι δέκα λεπτά δρόμος από το σπίτι. Έχει φτάσει. Η εικόνα τον
διαλύει. Το καρνάγιο, αυτό που ήταν τόπος δημιουργίας, που κυριαρχούσε το
μεράκι και η τέχνη, η γνώση αιώνων, τώρα είναι γεμάτο ψαρόβαρκες και καΐκια
μεταμορφωμένα σε άχρηστα ξύλα. Ακουμπά απομεινάρια από την «Ελένη», τη
«Μαριάννα» με ξύλο από κυπαρίσσι, τη «Σταυρούλα» από ευκάλυπτο και μουριά. Δεν
αντέχει, γονατίζει και στα χέρια του μένουν απομεινάρια χρωμάτων. Φεύγει για το σπίτι με μία αναπνοή.
Νέα Μηχανιώνα. Τώρα κωμόπολη στο Θερμαϊκό, παλιά ένα
ψαροχώρι. Εβδομάδα των Παθών
2014.
Στο σπίτι στην εξώπορτα ο Αμπού γεμάτος ανησυχία.
- Καλημέρα καπετάνιε.
- Το «καπετάνιος» δεν θέλω να το ξανακούσω. Σκέτο
Μιχάλης.
Κλείνεται στο δωμάτιο του. Και ο Αμπού θεωρεί ότι πρέπει
να τσαπίσει τον κήπο. Ίσως βάλει μερικές ντοματιές, πιπεριές και αγγουριές. Δεν
έχει μάθει να είναι άπραγος.
Το δωμάτιο κλειστό με κλειστά πατζούρια. Απόλυτο σκοτάδι.
Είναι έτσι φτιαγμένο για να μπορεί να κοιμάται την ημέρα. Πέφτει στο κρεβάτι με
τα ρούχα. Οι χτύποι της καρδιάς λίγοι, σχεδόν λιποθυμισμένος. Το μυαλό του
ταξιδεύει σε χρόνους περασμένους. Το σώμα του βαρίδι αρματωμένο. Το όνειρο
ξεκινά από την παιδική ζωή του.
Ο πατέρας του ήταν ψαράς από τη Μηχανιώνα της Κυζίκου
στην Προποντίδα. Από
εκεί και η μάνα του. Μοναχοπαίδι. Η επιλογή του ονόματός του ήταν της μάνας
του. Ο μονάκριβος της Άγγελος ο Μιχαήλ. Δεν ήθελε να γίνει ψαράς, δάσκαλο ήθελε
να τον κάνει. Εποχές δύσκολες
όμως. Το καθημερινό ανυπόφορο, η μάθηση κόστιζε, ο χρόνος και το χρήμα λίγα.
Έγινε βοηθός του πατέρα του. Ψαράς από ανάγκη, μα στη γνώση δάσκαλος.
Τα χρόνια περνούσαν και η τέχνη του ψαρέματος μεταφερόταν
από τον πατέρα στο γιο. Η θάλασσα στην πατρίδα, όπως έλεγε, ήταν γεμάτη από
ασημένια φλουριά στον αφρό και στον πάτο χρυσά.
Ήταν το 1969 η χρονιά που ο πατέρας πίστεψε ότι ο Μιχαήλ
ήταν έτοιμος πια για καπετάνιος. Ο Μιχαήλ είχε αποκτήσει γνώσεις διαβάζοντας
ό,τι έβρισκε. Σκάμπαζε από φιλοσοφία μέχρι μηχανές. Ιδίως τις μηχανές τις
έπαιζε στα δάχτυλα. Μπορούσε να λύσει και να δέσει σε λίγα λεπτά το ίδιο εύκολα
μία ραπτομηχανή με μία πετρελαιομηχανή.
Ο πατέρας αρκετό καιρό μάζευε ξυλεία από αγιόξυλο, ή όπως
το λένε εδώ «ξύλο ζωής». Με αυτό ξεκίνησε το στήσιμο του σκάφους. Τα σχέδια
υπήρχαν στην ψυχή και στο μυαλό. Τα χέρια μόνα τους υλοποιούσαν αυτά που είχαν
δει αποτυπωμένα από αιώνες. Δεν ήταν μόνος, είχε και δυο φίλους στην ίδια
ηλικία, πατημένα εξήντα. Από παιδιά μαζί. Μαζί στην Παλαιά μαζί και στη Νέα
Μηχανιώνα. Όσο σκληρό το αγιόξυλο, τόσο πιο σκληρή η δύναμή τους. Τέλη Ιουλίου
είχε πάρει πια μορφή, Δεκαπενταύγουστο ήταν τελειωμένο.
Η μορφή του σκάφους σκέτη σαγήνη. Στην πρύμνη η
στρογγυλότητα θύμιζε Ανατολή, μα πιο πολύ έφερε την εικόνα της Αργούς, όπως οι
μνήμες και οι ψυχές τους έλεγαν. Το αφιέρωσαν στην Παναγία, μα το τελετουργικό
είχε και θυσία ένα κόκορα πλουμιστό στο Θεό της θάλασσας. Το όνομα που της
δόθηκε ήταν προς τιμήν της πατρίδας τους: ΠΡΟΠΟΝΤΙΣ. Το όνομα με τα χρόνια
άλλαξε πολλές φορές. Η μηχανή που στήθηκε ήταν επιλογή του καπετάν Μιχάλη, ως
πιο ειδικού σ’ αυτά.
Ήταν τέλη Σεπτέμβρη, όταν η Προποντίς καθελκύστηκε.
Φορτωμένη με όλη την προίκα της και με δώρα των συγχωριανών. Μονάκριβο όμως το
δώρο της μάνας: τέσσερα καλάθια παραγάδι σε τέσσερα διαφορετικά μήκη φτιαγμένα
από τα χέρια της, ευλογημένα με την ευχή της, μαζί με μια μικρή εικόνα της
Παναγιάς καρφωμένη πάνω από την τιμονιέρα.
Σάββατο 27 Σεπτέμβρη, απόγευμα. Ένας νέος καπετάνιος
είκοσι τριών χρονών με καταγωγή από τη χερσόνησο του Κυζίκου της Προποντίδος,
ψιλόλιγνος, μυώδης, με μαύρα μακριά αχτένιστα μαλλιά, φορτωμένος με
κληροδοτήματα αρχαίου πολιτισμού και ναυτοσύνης, ανοιγόταν στο Αιγαίο Πέλαγος.
Δεν υπήρχε φόβος, τίποτα που να τον τρομάζει.
Ξημέρωσε Μεγάλη Τρίτη. Ο Μιχάλης έχει χάσει την αίσθηση
του χρόνου και του έχει μείνει η γεύση της νιότης. Ξυπνάει λουσμένος στον
ιδρώτα, ανοίγει την πόρτα της κάμαρας, πηγαίνει στο μπάνιο, πλένει το πρόσωπό
του και κοιτάζεται στον καθρέφτη ελπίζοντας στην όψη. Παιχνίδια μυαλού… Σχεδόν
ίδιος, ψιλόλιγνος, με μαλλιά μακριά κάτασπρα, πρόσωπο σκαμμένο από τον αέρα και
την αλμύρα και μάτια φλογισμένα.
Ο Αμπού τον παρατηρεί στο διάδρομο δίχως λέξη. Αμήχανα
τον ρωτά μήπως θέλει ένα τσάι. Γνέφει συγκαβατικά με κούνημα του κεφαλιού εκείνος.
Κάθονται στην κουζίνα. Ρουφά μια γουλιά απ’ το τσάι του και ξεσπά.
«Δεν τους αντέχω τους Φραγκολεβαντίνους. Μα πιο πολύ τους
δικούς μας. Δεν έχουν μυαλό, παρά μόνο υπακούν. Εντολή πήραν, εντολές εκτελούν.
Δεν έχουν άδικο, και οι τριακόσιοι είναι κατ’ εικόνα και ομοίωση, όπως οι
Φαρισαίοι. Εσύ κάνε ό,τι νομίζεις. Μην ανησυχείς, αυτή η εβδομάδα θα περάσει».
Ο Αμπού καταλαβαίνει λίγα, μα αισθάνεται πολλά...
Συνηθισμένος τόσα χρόνια να τον ακούει, τον καθησυχάζει.
- Εσύ κάνε ό,τι νομίζεις. Μην ανησυχείς αυτή η εβδομάδα
θα περάσει.
Μπαίνει ξανά στο δωμάτιο και κλείνει την πόρτα. Ξαπλώνει
με τα μάτια ανοιχτά, καρφωμένα στο ταβάνι. Η κατάθλιψη έχει εγκατασταθεί στα
σωθικά του για τα καλά. Αναζητά τρόπο να παραδοθεί. Αφήνεται στις αναμνήσεις.
Αποζητά αυτές που του δίνουν χαρά. Και δεν θέλει πολύ• μόνες τους έρχονται.
Εκείνη η μέρα στις 27 του Σεπτέμβρη, ήταν και η αρχή ενός
έρωτα που μόνο ένας νέος μπορεί να βιώσει με τέτοια ένταση. Ήταν μόνος, αυτός
και η θάλασσα. Τα χρώματά της σκούρα μπλε. Ο ήλιος στη δύση του, δίπλα στον
Όλυμπο με έναν χρυσοκόκκινο διάδρομο. Ο ουρανός στις φλόγες και η «Προποντίδα»
μεταμορφωμένη σε Πήγασο. Το τιμόνι δεμένο στην απόλυτη ευθεία. Ο Μιχάλης χωρίς
πουκάμισο και τα μάτια του σφιχτά δεμένα με μαύρο μαντήλι. Έμεινε στην πλώρη με
ανοιχτά τα πόδια κρατώντας τεντωμένο σκοινί. Οι αισθήσεις του σε παροξυσμό. Το
χάδι της απαλό, η αναπνοή της έντονη γεμάτη υγρασία με γεύση αλατιού. Ζούσε την ηρεμία της, παραδομένος στην
ομορφιά της. Εκείνη τη μέρα στοιχειώθηκε για πάντα. Ήταν πλέον ένα μαζί της.
Ταξίδευε έτσι για καμία ώρα. Βγήκε από το παραλήρημα, θυμάται, από τον ήχο της
μπουρούς ενός διερχόμενου πλοίου. Στο γυρισμό έριξε τα παραγάδια εκεί που αυτή
του έδειξε. Έμεινε εκεί κοντά στο ίδιο μέρος. Όταν άρχισε να τα σηκώνει, αυτή
του ανταποκρίθηκε με χρυσά φλουριά πιασμένα στα παραγάδια. Ο γυρισμός γιορτή!
Πρώτη φορά συνέβαινε κάτι τέτοιο στη Μηχανιώνα. Πίστεψε ότι έτσι θα είναι
πάντα.
Στο κρεβάτι ξαπλωμένος με τα μάτια δακρυσμένα. Σκέφτεται το
τροπάριο της Κασσιανής. Σήμερα, Μεγάλη Τρίτη ψάλλεται στην εκκλησιά το «η εν
πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή», πόσο της ταιριάζει της θάλασσας! Την
αποκαλούν ξελογιάστρα, πλανεύτρα. Την κατηγορούν ότι κλέβει άντρες, αφήνει
ορφανά...
Η κατάθλιψη τον κυριεύει μα το ένστικτο της ζωής αναθαρρεί
και τον οδηγεί στη Νικολέτα. Κόρη του καπετάν Γιώργη Νικολαΐδη.
Είκοσι χρονών, μελαχρινή, γεμάτη γλύκα και χάρη.Την γνώρισε,
όταν η μάνα της τον φώναξε μια μέρα να φτιάξει την ραπτομηχανή της. Στο σπίτι
που πήγε του άνοιξε η Νικολέτα. Τα μάτια της κάρβουνα σβηστά, κορμοστασιά
αλαβάστρινη και αυτός άγαλμα μουγγό. Πέρασε ένα τρίλεπτο και ήρθε η μάνα να τον
καλωσορίσει, ειδάλλως θα μέναν έτσι για πάντα.
Σε δέκα λεπτά είχε τελειώσει με τη μηχανή. Πήγε να φύγει, μα
τον σταμάτησε η μάνα της στην πόρτα.
- Στάσου! Τι σου χρωστάμε;
- Τίποτα, στην υγειά σας! Μα, αν θέλετε, σας ζητώ το χέρι
της κόρης σας.
Τα αγάλματα έγιναν τρία. Ούτε που κατάλαβε που το βρήκε τόσο
θάρρος και το ξεστόμισε. Αυτός ήταν ο καπετάν Μιχάλης! Τα δύσκολα τα έκανε
εύκολα, γεμάτος δύναμη και αυτοπεποίθηση. Με αξίες, πιστός στα έθιμα και γλυκός
σαν ζάχαρη.
Σε μια βδομάδα γίναν οι αρραβώνες και σε ένα μήνα ο γάμος. Ο
δεύτερος έρωτάς του σε όλο το μεγαλείο, με όλο το χωριό να τους
καμαρώνει.
Οι αναμνήσεις συνεχίζονται. Έχει περάσει ένας χρόνος από τον
γάμο τους. Ξημερώνει η 8η Νοεμβρίου, του Αγίου Μιχαήλ και δε λέει να κλείσει
μάτι. Στην αγκαλιά του, όπως πάντα, η Νικολέτα κοιμάται. Στις 12 η ώρα ακριβώς
μονολογεί.
- Χρόνια πολλά Μιχάλη.
- Ευχαριστώ, ευχαριστώ.
Εύχεται στον εαυτό του και τον ευχαριστεί. Το επαναλαμβάνει
κάμποσες φορές, ώσπου η Νικολέτα ξυπνά.
- Τι συμβαίνει;
- Τι συμβαίνει; Ο άντρας σου γιορτάζει.
- Χρόνια πολλά Μιχάλη.
- Ευχαριστώ, ευχαριστώ.
- Και μ’ ένα γιο.
- Ευχαριστώ, ευχαριστώ.
Η Νικολέτα χαμογελά με μάτια ερωτευμένα, νυσταγμένα. Είναι
τόσο παιδί και τόσο γλυκός. Ξυπνά για τα καλά. Τα Χρόνια Πολλά γίνονται χάδια
πολλά. Είναι η βραδιά που η Νικολέτα απελευθερώνεται. Ανταγωνίζεται τη θάλασσα
σε φουρτούνες και μελτέμια. Το πρόσωπό της φωτίζει την ζωή του, τα μάτια της
φάροι που τον οδηγούν.
Στο κρεβάτι τα δάκρυα τρέχουν ποτάμι από τα μάτια του.
Έρχεται άλλη ανάμνηση: η Νικολέτα γίνεται ακόμα πιο γλυκιά και η κοιλιά της
φουσκώνει. Κάθε μέρα αφουγκράζεται τους χτύπους της καρδιάς παιδιού και μάνας.
Δυο οι χρόνοι της μάνας, δυο του παιδιού. Αισθάνεται ότι τα έχει όλα. Νιώθει
ενοχές από την απόλυτη ευτυχία.Κλείνει τον διακόπτη των αναμνήσεων. Σηκώνεται
από το κρεβάτι με όψη αλλαγμένη. Βγαίνει από το δωμάτιο αναζητώντας τον Αμπού.
Ο Ζινκ ακούγοντας τον Μιχάλη πετάγεται σαν ελατήριο. Η ουρά του και η γλώσσα
του, μα πιο πολύ τα μάτια του, δείχνουν τη λατρεία που του έχει.
- Αμπού, το σκαρί είναι εντάξει;
- Τα πάντα σε περιμένουν.
- Το ξέρω, να ’χεις γεμάτη τη ρεζέρβα.
- Δηλαδή θα συνεχίσουμε; Δε θα το δώσεις; Θα ξαναδουλέψουμε;
Εγώ θα τα κάνω όλα! Όπως με έμαθες εσύ, καπετάνιε.
Τον Αμπού τον βρήκε ένα πρωινό πριν δέκα χρόνια κάτω από το
μουσαμά μέσα στο σκαρί βρεγμένο, ετοιμοθάνατο και παγωμένο. Ήταν
δεκατεσσάρων-δεκαπέντε χρονών τότε. Του αφιερώθηκε, όπως θα έκανε και στο γιο
του. Ίσως και περισσότερο, αν δεν έχανε στη γέννα μάνα και παιδί. Είχε έρθει
από την Νταμιάτα της Αιγύπτου, χωρίς μάνα και πατέρα. Ακολούθησε μπουλούκι
ψαράδων που έψαχναν δουλειά και βρέθηκαν στη Μηχανιώνα. Μετανάστες στην πόλη των
μεταναστών. Ό,τι στερήθηκε ο δικός του γιος το έδωσε στον Αμπού. Δεν του άλλαξε
όνομα, ακόμα και όταν τον υιοθέτησε. Κράτησε και τα δύο• Αμπού-Νικόλας
Νικολαΐδης. Το πρώτο ο Θεός του Θανάτου, το δεύτερο ο προστάτης των
ναυτικών.
Ο Ζινκ βρέθηκε περίπου την ίδια εποχή. Ήταν ενός έτους, με
λουρί στο λαιμό και εγκαταλειμμένος στην προκυμαία. Αυτό το βλέμμα! Το πώς τον
κοίταξε όταν τον πήρε στην αγκαλιά του, δεν θα το ξεχάσει ποτέ. Από τότε, ο
Ζινκ έγινε φίλος καρδιάς. Απαραίτητος σύντροφος καθημερινά. Το όνομά του από
τον Ζίγκφριντ, τον ατρόμητο και ρωμαλέο ήρωα της Γερμανικής μυθολογίας. Το
εντελώς αντίθετο ο Ζινκ, βέβαια, μα δεινός κολυμβητής.
Η «Προποντίς» μετά το χαμό της Νικολέτας, άλλαξε όνομα σε
«Σαγήνη». Έγινε το σπίτι του. Στα επόμενα τρία χρόνια δεν ήθελε να πατήσει
στεριά, είχε εξαντληθεί από τους θανάτους αγαπημένων του. Βρήκε λιμάνι στην
Αμμουλιανή. Είχε αρχίσει να παρανοεί.
Σε κάποια διαδρομή με κάλμα τη μηχανή, εστιάστηκε στους
χρόνους της. Τους συνέδεσε με ό,τι πιο γλυκό και αναγκαίο για τη ζωή, για την
ύπαρξη του. Η μηχανή τετράχρονη πια. Τέσσερις και οι χρόνοι χωρίς αυτήν. Δυο
χρόνοι για τη μάνα, δυο χρόνοι για το παιδί. Όσο δούλευε η μηχανή τόσο ψάρευε.
Όσο ψάρευε τόσο η μηχανή δούλευε. Αυτή η συνάρτηση τον κράτησε ζωντανό, αυτή
του εξάντλησε και τα λογικά.
Μετά από τρία χρόνια ξαναγύρισε στη Μηχανιώνα. Ήταν λίγο
πριν τα τριάντα του με άσπρα μαλλιά και ρυτίδες. Έμοιαζε δέκα χρόνια
μεγαλύτερος. Δούλευε λιγότερο, μα πάντα οι ψαριές ήταν γεμάτες. Πάντα μόνος.
Χαμένος στα βιβλία και στη μουσική.
Η «Σαγήνη» είχε αλλάξει όνομα. Τώρα ήταν η «ΝΝ». Η μηχανή
είχε επισκευαστεί. Οι χρόνοι ίδιοι. Το χρώμα της βαθύ μπλε. Το όνομα ΝΝ
γραμμένο από τον ίδιο δίνοντας μορφή σε ένα σκαρί που ήταν το ίδιο όμορφο και
γεμάτο χάρη με την Νικολέτα. Έχει όμως και καρδιά και όχι με τέσσερις χρόνους.
Έχει και ψυχή, δοσμένη από τον ίδιο κρατώντας τη μνήμη της δυνατή. Την αποκαλεί
πια «Νουνού», το ίδιο γλυκιά σαν ζάχαρη, όπως το ζαχαρούχο γάλα. Είναι ξανά
ερωτευμένος με την ιδέα και με αυτή τη σκέψη.
Μεγάλη Τετάρτη απόγευμα. Οι τρεις τους στη «Νουνού», έχοντας
πάρει ψωμί, ελιές και κρασί. Ανοίγονται για τα γνωστά μέρη. Στο τιμόνι ο
καπετάν Μιχάλης, στα παραγάδια ο Αμπού και στα δίχτυα αραχτός ο Ζινκ. Ο καιρός
μελαγχολικός, ελαφρύ ψιλόβροχο. Η «Νουνού» σκέτη πρόκληση, αδιαφορεί για τη
θάλασσα. Λικνίζεται γεμάτη χάρη, αποζητά τα μάτια του καπετάνιου. Αυτός την
καμαρώνει. Οι χρόνοι ανάλαφροι, απόλυτη αρμονία. Ο Αμπού ρίχνει τα παραγάδια
και τρία μίλια πιο εκεί τα δίχτυα. Αράζουν στο γνωστό όρμο, στιγμές
κουραστικές, μα πάντα πληρωμένες γεμάτες ψαριές. Ήταν πάντα έτσι απλόχερη η
θάλασσα στον καπετάνιο όσο ήταν νέος, ακόμα και τώρα που στην όψη μόνο ήταν
γέρος, γιατί γέρος ποτέ δεν υπήρξε κι ας είχε φτάσει τα εβδομήντα.
Οι στιγμές της αναμονής αρκετές. Η βροχή σταματάει, το ίδιο
κι ο αέρας. Μόνο υγρασία, η θάλασσα λάδι.
Η πείνα μεγάλη. Ο Μιχάλης κόβει το ψωμί με τα χέρια, δίνει
στον Αμπού, στον Ζινκ και κρατά λίγο για τον εαυτό του. Στο πιάτο ελιές.
Ξεδιψούν με κρασί. Τρία ποτήρια κρασί κόκκινο από τον Άγιο Παύλο. Ακόμα και ο
Ζινκ χρόνια τώρα αντί για νερό, πίνει κι αυτός κρασί, αν και τον
πειράζει.
Το στήθος του Μιχάλη βαρύ. Δεν ξέρει τι να αποφασίσει.
Βγήκαν στη θάλασσα για χάρη του Αμπού, δίνοντάς του ελπίδα, μα δεν είναι πια ο
εαυτός του. Στον όρμο λίγη ξηρά γεμάτη ελιές. Θέλει να περπατήσει.
Δίλημμα• να συνεχίσει ή να τα παρατήσει; Και η «Νουνού» τι
θα απογίνει; Με τίποτα δε δέχεται την εικόνα της με ξύλα διαλυμένα. Προχωρά
κάτω από τις ελιές. Σηκώνει το κεφάλι του στον ουρανό και προσεύχεται
ψελλίζοντας το πάτερ ημών, ζητώντας συγγνώμη για όποια απόφαση κι αν πάρει.
Γυρνά στο σκαρί και ένα κύμα ξαφνικό, πιθανόν απόνερα κάποιου πλοίου, χτυπά στα
βράχια. Η θάλασσα τον φιλά στο πρόσωπο. Την ξέρει καλά. Η ηρεμία της θα
εκδηλωθεί σε μπουρίνι.
Ξεκινούν να τα μαζέψουν, σηκώνουν τα δίχτυα. Δεν πιστεύουν
στα μάτια τους. Άδεια! Δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο εκτός από φύκια. Το ίδιο και τα
παραγάδια. Μόνο μια σκορπίνα. Ο Αμπού αγανακτεί. Ο Θεός του θανάτου απειλεί τη
θάλασσα στα Αιγυπτιακά. Ο Ζινκ κουρνιάζει φοβισμένος στα πόδια του Μιχάλη. Η
θάλασσα για πρώτη και τελευταία φορά τον προδίδει.
Το μπουρίνι εκδηλώνεται με ορμή. Η «Νουνού», σαν κιβωτός με
ό,τι πιο πολύτιμο έχει, φτάνει στην προκυμαία. Ο Μιχάλης χαϊδεύει την από
αγιόξυλο φτιαγμένη κουπαστή της και μονολογεί: «Είσαι το καμάρι μου. Σε
ευχαριστώ».
Έπειτα κάθεται στην προβλήτα. Τα μάτια του αγκαλιάζουν τη
θυμωμένη θάλασσα, της δίνει υπόσχεση.
Ήταν Μεγάλη Πέμπτη πρωί.
Ήταν τόσο μεγάλη η κούραση όλων, μα πιο δυνατή η
απογοήτευση. Έπεσαν σε ύπνο αποζητώντας την ανυπαρξία και την είχαν. Όταν
ξύπνησαν, ο Αμπού είχε φτιάξει ψαρόσουπα από τη σκορπίνα. Τα μάτια του έβγαζαν
αισιοδοξία, αλλά οι κινήσεις του απογοήτευση και ανησυχία. Ο Ζινκ μελαγχολικός,
αισθανόταν ό,τι και ο καπετάνιος. Ο Μιχάλης αντί για καλημέρα, του λέει :
- Σου δίνω την άδεια. Έχει λήξει πέντε φορές. Με αυτήν θα
ζητήσεις ό,τι σου ανήκει. Όπως και το συμβόλαιο του σπιτιού. Είναι δικό σου. Το
εικονοστάσι στο χαρίζει η μάνα μου, ήταν δικό της, να το προσέχεις. Θέλω να
βγάλεις τα δίχτυα, τα παραγάδια και όλα τα εργαλεία. Μην πειράξεις το εικόνισμα
της Παναγιάς στην τιμονιέρα, με αυτό να προχωρήσεις. Είσαι άξιος. Ό,τι έχω,
όπως και λίγα χρήματα στην τράπεζα, είναι στο όνομά σου. Ακόμα, έχω κανονίσει
με τον κύριο Αποστολίδη, τον δικηγόρο, αυτό είναι το τηλέφωνό του, να
διεκδικήσεις τα αργύρια των Φραγκολεβαντίνων. Θα δυσκολευτείς να τα πάρεις,
όμως τα έχεις ανάγκη. Αν θέλεις, πούλησέ τα όλα και πήγαινε στην πατρίδα
σου.
Μην κλαις, το ξέρεις ότι δεν γίνεται αλλιώς. Κουράστηκα με
τους ανθρώπους. Αν δεν ήσουν εσύ θα ’χα φύγει εδώ και καιρό. Το μήνυμα μου είχε
έρθει με το που σε βρήκα• το όνομά σου Αμπού, δηλαδή Αγγελιοφόρος θανάτου. Ήταν
σημάδι και το καθυστέρησα. Κατάφερα να σε κάνω αγγελιοφόρο ελπίδας και ζωής. Σε
αυτό συνέβαλε και ο Ζίγκφριντ. Τίποτα τυχαίο. Κάνε αυτά που σου είπα
τώρα.
Τα λόγια του αποτυπώθηκαν σαν καρφιά στο μυαλό του Αμπού.
Στην εκκλησιά αναπαρίσταται το Θείο Δράμα του Γολγοθά και της Σταύρωσης.
Κατέβηκε στην προκυμαία και εκτέλεσε κατά γράμμα όσα ο
καπετάνιος του παρήγγειλε. Το συναίσθημα κι η λογική παλεύανε με το υπνωτισμένο
του σώμα. Εκτελούσε σα ρομπότ όλες τις εντολές. Τα έκανε όλα γρήγορα, γιατί
ήξερε πλέον ότι οι ώρες που θα είναι κοντά στον καπετάνιο θα είναι λίγες.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και η ώρα είχε φτάσει. Τίποτα
δεν τον κρατούσε. Κατέβηκε την ανηφοριά σαν να μην πατούσε στο έδαφος. Πίσω του
ο Ζινκ. Η ματιά του Μιχάλη αρκούσε για να σκύψει το κεφάλι του. Χάιδεψε την
«Νουνού» για τελευταία φορά παίρνοντας δύναμη. Έβαλε μπροστά τη μηχανή, οι
τέσσερις χρόνοι ναρκωτικό στο μυαλό του. Αγκάλιασε το Νικόλα, φίλησε το Ζινκ
και μετά και τους δυο μαζί.
Ξεκινά για την ίδια διαδρομή που είχε κάνει όταν
πρωτοξεκίνησε.
Ο Ζινκ πέφτει στη θάλασσα, γνωρίζει, αισθάνεται, είναι
κομμάτι του καπετάνιου. Θέλει να τον ακολουθήσει. Ο Μιχάλης δίνει στροφές.
Απομακρύνεται.
Ο Ζινκ συνεχίζει με πρωτοφανή δύναμη να κολυμπά. Ο Μιχάλης
γυρνώντας το κεφάλι να αποχαιρετήσει τη Μηχανιώνα και την Παναγιά, τον
διακρίνει στο νερό και σταματά. Τον περιμένει. Ο Ζινκ φτάνει λαχανιασμένος με
μάτια κάρβουνα αναμμένα από την αλμύρα.
Τον κοιτά. Τα συναισθήματα ηλεκτρισμένα, αποκωδικοποιούνται
από τις ψυχές τους. Ο Ζινκ σαν να του μιλούσε. Σα να του ‘λεγε:
- Πάρε με μαζί σου, κι εγώ γέρος είμαι, και έστω για μια
φορά να δικαιώσω το όνομα που μου‘δωσες.
Τον παίρνει από τη θάλασσα σαν μωρό από την κολυμπήθρα. Οι
χρόνοι τώρα γίναν οχτώ: δύο της μάνας, δύο του παιδιού, δύο του Ζινκ και δύο
του καπετάνιου. Με αυτήν την αρμονική, ανάλαφρα ταξιδεύουν σε σκοτεινό ουρανό,
χωρίς φεγγάρι. Η θάλασσα λίμνη.
Μια λάμπα θυέλλης ανοιχτή και δίπλα ένα φυσίγγι δυναμίτη,
κοντά στη σωλήνα τροφοδοσίας που μόλις προ ολίγου ο καπετάνιος είχε τρυπήσει. Ο
Μιχάλης βγάζει το πουκάμισό του. Δένει το τιμόνι και με ανοιχτά πόδια δεμένος
με το σκοινί στην πλώρη κρατά στην αγκαλιά τον Ζινκ. Ένα ταξίδι καινούριο
ξεκινά που μόνος του δεν θα μπορούσε να το βγάλει. Αισθάνεται σιγουριά και
ευγνωμοσύνη. Οι χρόνοι δύο και δύο και δύο και δύο. Απόλυτα γαλάζιο, απόλυτα
αρμονικό, έτσι θα ‘ναι για πάντα.
Ο Αμπού στην προκυμαία έχει χάσει κάθε οπτική επαφή. Κάποια
στιγμή στα μάτια του αποτυπώνεται μία μικρή λάμψη, όπως ένα σπίρτο που ανάβει
και σβήνει αμέσως. Οι καμπάνες στην εκκλησιά της Παναγιάς της Φανερωμένης
χτυπούν μελαγχολικά.
Ο Αμπού Μεγάλη Παρασκευή συμμετέχει στην περιφορά του
επιταφίου. Τα λόγια του εγκωμίου «Ω γλυκύ μου έαρ» του τρυπάνε την καρδιά. Έχει
αποφασίσει να μείνει στη Μηχανιώνα και τα αργύρια να μην τα πάρει. Η
«Προποντίς» θα είναι ζωντανή για πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου