Η Χαρά Ανδρεΐδου
γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Έχει σπουδάσει, σε ελληνικά και ξένα
πανεπιστήμια, Παιδαγωγικές Επιστήμες, Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης,
καθώς και Μουσειολογία. Έχει διδακτορικό
στην Κλασική Αρχαιολογία και μεταπτυχιακό στην Ανοικτή Εκπαίδευση. Εργάστηκε
κατά διαστήματα σε όλους αυτούς τους τομείς, όπως και σε πολλούς άλλους, για
να την κερδίσει στο τέλος η Εκπαίδευση. Η περιπέτειά της στη θάλασσα της γραφής
ξεκίνησε πριν από μερικά χρόνια.
Έργα της είναι τα μυθιστορήματα
«Η αγάπη
είναι πόλεμος» (Εκδόσεις Ψυχογιός, 2011)
H αγάπη είναι πόλεμος. Πόλεμος με το σύντροφό σου, πόλεμος με τους κόσμους σου και τους ανθρώπους σου και –κυρίως- πόλεμος με τον εαυτό σου, με όλους σου τους εαυτούς …. Η ηρωίδα του βιβλίου, ύστερα από έναν δύσκολο γάμο και ένα επώδυνο διαζύγιο, ζει μέσα σε μια καλά προστατευμένη αταραξία, ως τη στιγμή που γνωρίζει έναν άνδρα ο οποίος τη διεκδικεί με κάθε τρόπο. Αυτή η συνάντηση θα τη βγάλει από την αταραξία της, θα την αναγκάσει να αντιμετωπίσει ξανά τις επιθυμίες και τις ανάγκες της και να ξεθάψει κομμάτια της που πίστευε πως είχαν νεκρωθεί από καιρό. Θέλει να αφεθεί στον έρωτα, να χτίσει μαζί μ’ αυτόν τον άνδρα έναν κόσμο πασπαλισμένο με χρυσόσκονη και να κλειστεί εκεί μέσα μαζί του. Όμως οι επιτακτικές υποχρεώσεις της, οι άσχημες εμπειρίες της, όλες οι αποσκευές της ζωής της την κάνουν διστακτική, δύσπιστη, καχύποπτη. Από τη μια μεριά αφήνεται κι από την άλλη μαζεύεται. Βρίσκεται σε ένα διαρκή πόλεμο, αναμετριέται με τη ζωή της, με τις αντοχές της, τις επιφυλάξεις της, τους φόβους της… Άραγε θα βγει κάτι απ’ όλο αυτόν το χαλασμό ή θα μείνει μόνον ο χαλασμός.
Διαβάστε ένα απόσπασμα απο το βιβλίο
Όταν ερωτεύεσαι
Πόσο όμορφο είναι όταν γνωρίζεις κάποιον, όταν μπαίνεις στη διαδικασία να
τον γνωρίσεις, να τον μάθεις! Όταν όλα είναι καινούργια και όλα έχουν σημασία.
Τότε, που κοιτάζεις αχόρταγα τον άνθρωπο απέναντί σου και προσπαθείς να
αποτυπώσεις μέσα σου καταρχάς τη μορφή του, την εικόνα του. Τι χρώμα έχουν τα
μάτια του, τι σχήμα έχουν τα χείλη του, πόσο βαθιές είναι οι ρυτίδες στο μέτωπό
του, πώς είναι το χαμόγελό του και το γέλιο του, πόσο όγκο πιάνει το σώμα του,
την καμπύλη που σχηματίζουν οι ώμοι του,
τη βαθούλωμα της ραχοκοκαλιάς. Τα αποτυπώνεις όλα αυτά μέσα σου και τα
τοποθετείς κομμάτι κομμάτι στο περίγραμμα που έχεις σχηματίσει γι’ αυτόν μέσα
στο μυαλό σου, το γεμίζεις βιαστικά προσπαθώντας να φτάσεις γρήγορα σε μια
σχετικά ολοκληρωμένη εικόνα, να μπορείς να τον ανακαλέσεις στη μνήμη σου όποτε
θέλεις και να μπορείς να τον περιγράψεις στους άλλους, όποτε χρειαστεί. Κι αφού
διαπιστώσεις με ανακούφιση πως μετά τη δεύτερη, την τρίτη συνάντηση, έχεις
σχηματίσει τη γενική εικόνα, μετά προχωράς ανυπόμονα προς τα πιο μικρά, τα πιο
κοντινά, τα πιο σημαντικά. Πώς γελούν τα χείλη του και τα μάτια του μαζί, πώς
μια φλεβίτσα αγκαλιάζει το μάτι του και πάλλεται όταν είναι σε ένταση, πώς
χαμηλώνει τη φωνή του και γέρνει μπροστά όταν θέλει να πει κάτι σημαντικό, πως
τρίβει το αυτί του, το μάγουλό του, το πιγούνι του όταν νιώθει αμήχανα, πως βάζει τα χέρια του κάτω από τα μπράτσα
του προσπαθώντας να τα ελέγξει όταν μιλάει κι εκείνα όλο του ξεφεύγουν, όλο
χειρονομούν, συνεχώς απειθαρχούν. Ένας μακρύς, ατέλειωτος κατάλογος από μικρές
λεπτομέρειες, μικρές χειρονομίες, μικρές φράσεις που αντιστοιχεί στον καθέναν
από μας, που ο έρωτας τις κάνει σημαντικές κι είναι ευλογία όταν κάποιος θέλει
να τις ανακαλύψει, να τις μελετήσει.
«Ημερολόγια διαδρομών», (Εκδόσεις
Ψυχογιός, 2013)
Διαβάστε ένα απόσπασμα απο το βιβλίο
Νοέμβριος
Στην Ελλάδα ο μήνας του
φθινοπώρου είναι ο Νοέμβριος, κι όλα αυτά που λένε στα βιβλία και μαθαίνουν στα
σχολεία, ότι τον Οκτώβριο κιτρινίζουν και πέφτουν τα φύλλα, ότι τον Οκτώβριο
έρχονται τα πρωτοβρόχια, φεύγουν τα αποδημητικά πουλιά, οργώνουν και σπέρνουν
τα χωράφια οι γεωργοί, είναι λάθος υπολογισμοί. Ίσως κάποτε, παλιότερα, πολλά
χρόνια πριν, να ίσχυε αυτό. Ίσως ο Οκτώβριος να ήταν ο πρώτος φθινοπωρινός
μήνας. Για το Σεπτέμβριο δεν το συζητάμε καν, είναι γνήσιος καλοκαιρινός, ίδιος
κι απαράλλαχτος με τον Αύγουστο, μόνο η μέρα που μικραίνει θυμίζει πως το
καλοκαίρι τελειώνει, τίποτε άλλο. Ο
Νοέμβριος φέρνει το καθαρόαιμο φθινόπωρο, με τους μπουκωμένους ουρανούς του, με
τη μυρωδιά από το ανασκαλεμένο χώμα στα οργωμένα χωράφια, με τα δένδρα να
επιδίδονται σε ένα χρωματικό όργιο, σε μια παλέτα που κυμαίνεται από το χρυσαφί
κίτρινο του πεπονιού ως το πικρό κόκκινο της σκουριάς, με τα φύλλα τους, ακόμη
πάνω στα κλαδιά, να αναδεύονται σε κάθε
φύσημα του αέρα και να αλλάζουν αποχρώσεις καθώς δείχνουν πότε τη μια και πότε
την άλλη πλευρά τους. Ο Νοέμβριος, με τις αλυσίδες των πουλιών πάνω στα σύρματα
της ΔΕΗ, έτοιμα για το μεγάλο ταξίδι, να περιμένουν υπομονετικά το πρώτο
σύνθημα. Με τη βροχή σε όλες της τις εκδοχές∙ αριστοκρατικό ψιλόβροχο,
λεπτεπίλεπτο, νωχελικό, βίαιη καταιγίδα, με χοντρές σταγόνες που μαστιγώνουν
τις επιφάνειες, επικουρούμενες από την ορμή του αγέρα, επίμονη βροχή που
χαρακώνει τον ορίζοντα με συγκεκριμένο ρυθμό, με συγκεκριμένη κατεύθυνση, σα
στρατιωτική παρέλαση. Ο Νοέμβριος, με την ευωδιά του ποτισμένου χώματος και των
φύλλων που σαπίζουν στις άκρες των δρόμων, με την εικόνα των πεντακάθαρων
αυτοκινήτων, ξεπλυμένων από τη βροχή, που η λαμαρίνα τους αχνίζει στο δρόμο
καθώς η ζέστη της μηχανής παλεύει και νικάει τελικά τις σταγόνες του νερού, τις
μεταμορφώνει, τις μετουσιώνει σε άυλο ατμό.
«Στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα» (Εκδόσεις Λιβάνη, 2014)
Διαβάστε ένα απόσπασμα απο το βιβλίο
Παρών
Μπορείς να είσαι παρών στη ζωή μου;
Μπορείς να είσαι εδώ, να είσαι συνεπής, να υπάρχεις, να ζεις και ν’ ανασαίνεις
μέσα μου, κι ας μην είσαι δίπλα μου, αν δεν μπορείς να το κάνεις. Όμως να είσαι
παρών, να είσαι μέσα μου, να με κουβαλάς, να σε κουβαλάω, να μου μιλάς, να σ’
ακούω. Σε θέλω στη ζωή μου, με κάθε τρόπο, με οποιοδήποτε κόστος. Όλα μου
κοστίζουν, όλα όσα παίρνω είναι ακριβά, πανάκριβα, τίποτα δεν μου χαρίζεται.
Τώρα θέλω να μου κοστίσεις κι εσύ, θέλω να σ’ έχω και να πληρώσω το αντίτιμο,
κάθε αντίτιμο· και να σε τραβήξω να παίξουμε μια παρτίδα ακόμη, να κάνουμε ένα γύρο ακόμη, να δώσουμε άλλη μια
ευκαιρία. Ίσως τώρα, που ξέρουμε ότι πονάει, πόσο πολύ πονάει, να το σεβαστούμε
αυτό που νιώσαμε ο ένας για τον άλλον, ίσως τώρα να του φερθούμε καλύτερα, να
το υπολογίσουμε.
Μου είπες: «Θα πονέσεις». Σου
απάντησα: «Θα πονέσω, όμως θέλω το σημάδι σου στη ζωή μου». Αυτή
τη στιγμή τίποτα δεν μπορεί να είναι χειρότερο από την απουσία σου από τη ζωή
μου. Ό,τι κι αν συμβεί, θα βρω τη δύναμη να το αντιμετωπίσω, να το χωρέσω μέσα
μου, να το διαχειριστώ. Ό,τι κι αν συμβεί, εκτός από την απουσία σου. Το
πέρασμά σου από τη ζωή μου θα μου αφήσει σημάδια, ναι! Όλα όσα ζούμε μας
αφήνουν σημάδια, μικρά, μεγάλα, όλα αφήνουν σημάδια. Όμως αυτά τα σημάδια είναι που χτίζουν τη ζωή μας, μέρα με
τη μέρα, άνθρωπο με τον άνθρωπο, χαρά με τη χαρά και πληγή με την πληγή. Τι να
την κάνεις μια ζωή μέσα στην αταραξία, μέσα σε μια συνεχή νιρβάνα που δεν τη
διακόπτει καμιά χαρά, καμιά λύπη, καμιά ταραχή; Είναι σαν θάνατος! Είναι κι
αυτό ένας θάνατος, η αταραξία. Να μην
αφήνεις τίποτα να περάσει μέσα σου, να
σε αγγίξει, να σου δώσει χαρά και να σε πονέσει, να σε ταρακουνήσει, να ζήσεις
μαζί του, για όσο ζήσεις μαζί του, και φεύγοντας να σου αφήσει το σημάδι του·
καλό σημάδι, κακό σημάδι, σημάδι, ο χάρτης της ζωής σου. Κι η πιο βαθιά πληγή
κάποια στιγμή επουλώνεται, γίνεται ένα σημάδι στο χάρτη της ζωής μας. Έτσι
ζούμε, με τα σημάδια, με τους λεκέδες,
με τις ζάρες και τις πτυχές. Τι να την κάνεις τη ζωή που μοιάζει με
ατσαλάκωτο ύφασμα απλωμένο ολόισιο πάνω σε έναν πάγκο; Πώς να τη χαρακτηρίσεις,
από πού να την πιάσεις; Τι μνήμες να σου αφήσει; Η ζωή δεν μετριέται μέσα από
τη μακαριότητα, μετριέται μέσα από την πάλη. Και κάθε σημάδι, κάθε ζάρα, κάθε
πτυχή πάνω στο ύφασμα είναι ένα βήμα μέσα στη ζωή σου.
Έλα και περπάτησε στη δική μου…
Η
ύπαρξή μας είναι μια σειρά από άδεια κουτιά∙ εφαπτόμενα αλλά όχι
συγκοινωνούντα. Κάθε κουτί και μια ανάγκη μας. Και όλη μας η ζωή μια αδιάκοπη
προσπάθεια να γεμίσουμε τα άδεια κουτιά μέσα μας, όλα τα άδεια κουτιά μέσα μας…
Μια γυναίκα, μια γυναίκα μόνη, προσπαθεί να καλύψει
τις ανάγκες της. Έχει ανάγκη από έναν παθιασμένο, εξιδανικευμένο έρωτα, από μια
κατασταλαγμένη προοπτική για το μέλλον, από τη χαρά και την ανεμελιά της
στιγμής. Έτσι εμπλέκεται σε σχέσεις με τρεις διαφορετικούς άνδρες, συγχρόνως,
που ο καθένας τους γεμίζει ένα διαφορετικό κουτί μέσα της. Είναι ερωτευμένη και
με τους τρεις, αφήνεται και στους τρεις, άγεται και φέρεται από τις δικές τους
ανάγκες, επιθυμίες, ευχές. Γίνεται τρεις διαφορετικές γυναίκες, τρεις διαφορετικοί
άνθρωποι. Γεμίζει τα δικά τους άδεια κουτιά. Προχωρά στα τυφλά, προσπαθώντας να
τους ερμηνεύσει, να τους καταλάβει μέσα από τα λόγια και τις πράξεις τους, και
μ’ αυτές τις ερμηνείες πλάθει το δικό της σύμπαν, όπως όλοι μας.
Κάποια στιγμή συνειδητοποιεί την παράνοια που
βιώνει, καταλαβαίνει ότι χάνει τον εαυτό της, και προσπαθεί να πάρει τη ζωή της
στα χέρια της, να οδηγήσει εκείνη τις εξελίξεις. Συγκρούεται άγρια με την
πραγματικότητα και με τα «θέλω» του καθενός χωριστά και αντιλαμβάνεται πως δεν
μπορεί να ορίσει τον τρόπο που αντιδρούν οι άλλοι, ακόμα και οι αγαπημένοι
άλλοι. Μπορεί μόνο να ορίσει τον τρόπο που αντιδρά, νιώθει, σκέφτεται, τον τρόπο που ζει η ίδια.
Ξεκινά ένα αναγκαστικό, έξωθεν επιβεβλημένο ταξίδι
μέσα της, μέσα στις θάλασσες και στις στεριές της, για να γνωρίσει τον εαυτό
της. Ανακαλύπτει έκπληκτη τη δύναμή της και τη χρησιμοποιεί συνειδητά για να
κάνει μια σιωπηλή ειρήνη με τον εαυτό της. Ώσπου…
Η συγγραφέας σας χαρίζει απλόχερα 2 αποσπάσματα απο το τελευταίο της βιβλίο «Τα
άδεια κουτιά» (Εκδόσεις Λιβάνη, 2016)
Ο άγουρος έρωτας
Τα πρώτα «είμαι
ερωτευμένος», «είμαι ερωτευμένη», τα λένε στο τέλος της δεύτερης εβδομάδας που
μιλούν πια κάθε μέρα και νύχτα. Τα προκαλεί η Δάφνη. Μέρες τώρα το γυρνάνε
γύρω-γύρω, το φέρνουν από δω κι από κει, το κλωθογυρίζουν, το υποδεικνύουν, το
υπαινίσσονται αλλά δεν το λένε, δεν τολμούν ακόμη να το πουν, δεν τολμούν ακόμη
να το παραδεχθούν. Ξέρουν ότι είναι τόσο νωρίς! Μα κι ο έρωτας πάντοτε είναι
άγουρος, ο έρωτας είναι έφηβος, αγόρι στα δώδεκα, στα δεκατρία του, δεν
μεστώνει, δεν ωριμάζει, δεν χαρίζεται στον χρόνο…ούτε κι ο χρόνος τού
χαρίζεται. Ο έρωτας δεν μελώνεται αργά κάτω από τον ήλιο, σαν τα μοσχάτα,
σκούρα βυσσινιά, σχεδόν μαύρα σταφύλια, δεν ψηλώνει όπως τα στάχια, πόντο πόντο
κάθε μέρα για μήνες και μήνες, δεν ωριμάζει χρόνια μέσα στα δρύινα βαρέλια όπως
το καλό κρασί. Ο έρωτας, ο Έρωτας δεν συμφιλιώνεται με τον χρόνο, είναι εχθρός
του δηλωμένος και άσπονδος, καμιά σπονδή, καμιά συμμαχία, καμιά συνθηκολόγηση
δεν έχει γίνει ποτέ ανάμεσά τους. Όπου αφήνεται να απλωθεί ο χρόνος, δραπετεύει
ο έρωτας κι όπου ο έρωτας ρίχνει τις σαϊτιές του, ο χρόνος δεν υπάρχει σαν
διάσταση. Ο ένας μισεί κι εχθρεύεται τον άλλο, ο ένας τρέπει σε φυγή και
ακυρώνει τον άλλο. Ο χρόνος ο δυσκίνητος, ο αργός, ο αργόσυρτος, ο βαρύς, ο
ράθυμος, που επιβάλλεται με την ιώβεια υπομονή του, και ο έρωτας ο
σβέλτος, ο ανυπόμονος και ανυπότακτος, ο
αεικίνητος, ο παράλογος, που ορμάει και παρασέρνει και κάνει στην άκρη το κάθε
τι. Πώς να χωρέσει ο χρόνος τον έρωτα; Και πώς να αντέξει ο έρωτας τον χρόνο;
Εχθροί πανάρχαιοι, προαιώνιοι σε μια αέναη πάλη χωρίς έκβαση, χωρίς νίκη και
ήττα, χωρίς νικητή και ηττημένο… και οι άνθρωποι να συνθλίβονται ανάμεσά τους
από την αρχή του κόσμου…και ως το τέλος του.
Αποχαιρετισμός
Θα’
θελα να σε δω ξανά, μια τελευταία φορά, για να σου πω «σ’ αγαπάω». Να σου πω
«σ’ αγαπάω» και να σου δώσω ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο. Στο μέτωπο,
για να σου δείξω πόσο πολύτιμος είσαι για μένα. Στο μέτωπο, για να
ξέρεις ότι έχω ξεφύγει πια από τον άνδρα αλλά αγαπώ ακόμη τη ψυχή. Θέλω να πλησιάσω το πρόσωπό μου στο
δικό σου, να πιάσω το κεφάλι σου με τα δυο μου χέρια, να το γείρω και να
ακουμπήσω τα χείλη μου στο μέτωπό σου∙ να
τρυγήσω την αίσθηση από το ακράγγιγμα των χειλιών μου στο δέρμα σου και από τη
ζέστη και τη μυρωδιά του κορμιού σου. Να τις τρυγήσω, να τις κρατήσω μέσα μου,
θησαυρό ες αεί. Θέλω τόσο πολύ να σου πω «σ’ αγαπάω»! Όχι να το ακούσω, όχι να
μου το πεις εσύ, να σου το πω εγώ. Να το επιτρέψουμε και οι δυο, κι εσύ κι εγώ,
να σου πω «σ’ αγαπάω». Να το ακούσουμε να πάλλεται στον αέρα, να αντηχεί, να
κάνει ηχητικά κύματα, να φτάσει στ’ αυτιά και των δυο μας. Να ειπωθεί, να βγει
στον κόσμο, να μη μένει άλλο στο μυαλό μου, να ακουστεί. Πόσα «σ’ αγαπάω» δικά
μου για σένα έμειναν βουβά! Πόσα θα μείνουν ακόμα! Ας σ’ έβλεπα μια τελευταία
φορά να σου πω αυτό το «σ’ αγαπάω», να σου το δώσω να το πάρεις μαζί σου, να το
κουβαλάς στη ζωή σου, από δω κι από κει, όπου πηγαίνεις, να το χαϊδεύεις με το
δάχτυλο τις ώρες της ανάπαυλας, να το χώνεις βαθιά μέσα στην τσέπη σου και να το ξεχνάς εκεί, με τη σιγουριά ότι υπάρχει. Να έχω κι
εγώ τη σιγουριά ότι το άκουσες, ότι το ένιωσες, το κράτησες, δεν το φύλαξα μόνο
για μένα. Να έχω τη σιγουριά ότι στο είπα κι ας μην το ζήτησες. Το ζήτησες
κρυφά. Το ζητάς κρυφά. Όλοι ζητάμε κρυφά ένα «σ’ αγαπάω». Όλοι ψιθυρίζουμε
κρυφά ένα «σ’ αγαπάω».
Όπως λέει η ίδια:
«Δε ζωγραφίζω, δε χορεύω, δεν ξέρω να παίζω μουσική, ο δικός μου τρόπος για να
εκφράζομαι είναι με τις λέξεις…»
Ένα θερμό ευχαριστώ στην Αλίνα Παπαδοπούλου και στους συνεργάτες της για το όμορφο και ουσιαστικό αυτό αφιέρωμα. Είναι ωραίο να βλέπεις όλο το έργο σου να περνά μπροστά από τα μάτια σου...
ΑπάντησηΔιαγραφή