ΥΠΟ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ
Διαδρομή, αναρίθμητες φορές. Για πρώτη φορά με λεωφορείο μεταφορά σε απόλυτο κενό. Οι εικόνες δειλινού ή θάλασσας που τον έκαναν να είναι ήρεμος περνούσαν με ταχύτητα. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί σε σταγόνες βροχής στο τζάμι του λεωφορείου που διαλυόντουσαν με μικρά κύματα από τον αέρα. Η αναπνοή του βαριά, αποσκευές ένα σακίδιο πλάτης που στο πάνω μέρος ένα sleeping bag και σε δίχτυ δυο μικρά μπουκάλια νερό και τρία σάντουιτς σε σελοφάν. Γυρισμός στο πουθενά. Είναι περίπου δεκαπέντε χιλιόμετρα πριν από την πόλη. Η εικόνα ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου παλαιάς εταιρείας τηλεοράσεων τον κάνει να τιναχθεί απ' τη θέση του. Ζητά από τον οδηγό να σταματήσει. Του απαντά ότι είναι αδύνατον. Αυτός φωνάζει, απειλεί ότι θα σπάσει το τζάμι και οι συνεπιβάτες φοβισμένοι παρακαλούν τον οδηγό να σταματήσει. Μια κυρία από τα πρώτα καθίσματα απευθύνεται στον οδηγό με τσιριχτή φωνή και του λέει.
- Δεν τον βλέπεις; Είναι τρελός. Σταμάτα να κατέβει, να πάει στην ευχή του Θεού.
Το λεωφορείο σταματά λίγο πριν τη διασταύρωση για το αεροδρόμιο. Υπάρχει χώρος για ολιγόλεπτη στάθμευση. Βρέχει. Είναι τρία χιλιόμετρα δρόμος επιστροφής. Λασπωμένος και μούσκεμα έχει φτάσει στην αυλή του κτιρίου. Μια αφίσα που έγραφε πωλείται κυματίζει σαν σημαία στην πρόσοψη του. Μέσα στην αυλή μια mercedes του 2000 με ξεφουσκωμένα λάστιχα σαπίζει παρατημένη. Η συρόμενη πόρτα της αυλής έχει ένα μικρό άνοιγμα. Το τζάμι της πόρτας εισόδου σπασμένο. Ρωτάει με όσο δύναμη του έχει μείνει μπαίνοντας μέσα αν είναι κανείς εκεί. Απόλυτη σιωπή. Το ισόγειο έχει βανδαλιστεί. Σπασμένες πόρτες, έπιπλα, γραφεία ρημαγμένα. Ανεβαίνει στο δεύτερο όροφο. Αρχίζει να τρέμει από το κρύο. Χρησιμοποιεί το κινητό του που είναι χωρίς σύνδεση σαν φακό και κατεβαίνει στο υπόγειο. Είναι γεμάτο χαρτόκουτα, συσκευασίες για τηλεοράσεις. Τα χρησιμοποιεί σαν στρώμα. Είναι γυμνός, τα ρούχα του βρεγμένα αφημένα σε χαρτόκουτα. Είναι έτοιμος να καταρρεύσει. Βυθίζεται στο sleeping bag, απομεινάρι μιας καλής εποχής.
Το πρωινό της επόμενης μέρας με ομίχλη. Το υπόγειο σκοτεινό. Ο δρόμος έχει αρκετό θόρυβο από λεωφορεία που επιστρέφουν από το συλλαλητήριο της πόλης. Ξυπνά, δεν έχει αίσθηση που βρίσκεται. Νιώθει ζεστά. Η μοναξιά και το σκοτάδι είναι επιλογές, νιώθει άνετα. Με αυτό το συναίσθημα ξανά κοιμάται. Είναι πια μεσημέρι. Έχει βγει ήλιος από την ανοιχτή πόρτα του υπογείου και υπάρχει φως από αντανάκλαση. Έχει καταναλώσει και το τρίτο σάντουιτς και το δεύτερο νερό. Απαγορεύει στον εαυτό του να σκεφτεί οτιδήποτε. Τον πείθει ότι είναι ευτυχής στη δυστυχία του. Μαζεύει αρκετές κούτες διπλωμένες η μια πάνω στην άλλη. Ανοίγει κάποιες και σχηματίζει ένα μικρού ιγκλού σε ένα παγωμένο περιβάλλον. Υπάρχει στο υπόγειο μια μικρή κουζίνα. Στον πάγκο αφημένα πιάτα, ακόμα και υγρό πιάτων. Ανοίγει τη βρύση, στην αρχή βγάζει σκουριασμένο νερό και στη συνέχεια είναι λίγο καθαρό. Η τουαλέτα δίπλα κλειδωμένη. Ήταν απλό γι αυτόν να την ανοίξει έχοντας πάντα μαζί του τον ελβετικό σουγιά του. Φορά τα ρούχα του. Το μπουφάν στεγνό. Βγαίνει έξω. Τον κουράζει το φως του ήλιου.
Στο διπλανό οικόπεδο μια έκθεση επίπλων. Μπροστά του εμφανίζεται ένα ζευγάρι στη δική του περίπου ηλικία με έντονα χαρακτηριστικά ανασφάλειας. Τον ρωτούν γιατί βρίσκεται στο χώρο. Εκείνος νιώθει άβολα. Με μια αναπνοή περιγράφει την ανέχεια του με πρόσωπο χωρίς έκφραση, χωρίς να προκαλεί την λύπη του και την εμφανή δυστυχία του. Και οι δυο τον προσκαλούν για καφέ στην έκθεσή τους. Αυτός αρνείται. Του εξηγούν ότι η παρουσία του στο κτίριο είναι αναγκαία. Θα το προστατεύει από τις ζημιές. Μόλις πριν μια εβδομάδα η αστυνομία, από δική τους καταγγελία, έβγαλαν έξω μια ομάδα τυμβωρύχων. Του ζητούν να δεχτεί μια προκαταβολή ως φύλακας. Του δίνουν και μια κάρτα με νέο αριθμό για το κινητό του για να μπορεί να τους καλεί αν κάτι συμβεί. Τον παρακαλούν να δεχθεί ένα ποδήλατο που έχουν για τις μετακινήσεις του. Το χωριό είναι ένα χιλιόμετρο δρόμος μέσα από αμπέλια. Δέχτηκε την προσφορά εργασίας. Γι αυτόν το ζευγάρι ήταν αρκετά τρομοκρατημένο.
Κατέβηκε στο υπόγειο, έκανε πιο υποφερτό το στρώμα του και δημιούργησε οροφή σε σχήμα δέλτα. Η προηγούμενη στρόγγυλη οροφή είχε πέσει καθώς κοιμόταν. Δεν έδωσε σημασία, ήταν αδύνατο να συμβεί κάτι χειρότερο από αυτό που ζούσε. Το στομάχι του διαμαρτυρόταν. Ήταν εκπαιδευμένος στην πείνα και στο κρύο. Γνώριζε ότι έχανε δυνάμεις.
Με το ποδήλατο έφτασε στο χωριό. Σε ένα ψητοπωλείο ξεγέλασε την πείνα του με διπλό βρώμικο. Από το σούπερ μάρκετ αγόρασε τυρί, ψωμί, ελιές και μια εξάδα νερό. Βήματα, κινήσεις από ένστικτο. Δεν αντιλήφθηκε την ακολούθηση του από έναν γερμανικό ποιμενικό που ήταν μαζί με άλλα αδέσποτα. Τον είδε δίπλα στο ποδήλατο να τον περιμένει. Άφησε τα ψώνια του στο τιμόνι του ποδηλάτου και ξαναβγήκε κρατώντας δυο μεγάλες κονσέρβες και ψωμί για τον “λύκο”. Αυτός γαβγίζει καθώς κρατά μια από τις κονσέρβες. Με μια κίνηση του παίρνει το ψωμί και το βάζει ανάμεσα από τα ποδιά του κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Με μια δαγκωνιά τρώει το μισό ψωμί και το άλλο το σπρώχνει προς το μέρος του. Γρυλίζει στα υπόλοιπα αδέσποτα που αμέσως φεύγουν. Τον χαϊδεύει στο κεφάλι. Φορά κολάρο και τσιπάκι, το όνομά του Ερμής. Προχωρά με το ποδήλατο στα χέρια. Στο τιμόνι δυο σακούλες σε δυο λαβές. Θέλει να απομακρυνθούν από τον κεντρικό δρόμο. Ανεβαίνει στο ποδήλατο για το υπόγειο του. Ο Ερμής δίπλα του συγχρονισμένος. Ο δρόμος αγροτικός, ανάμεσα από κλήματα χωρίς φύλλα σε φύση ναρκωμένη.
Η είσοδος του Ερμή στο κτίριο τον αγριεύει. Συνεχώς γρυλίζει. Ανιχνεύει όλους τους χώρους και ανεβαίνει στον πρώτο όροφο. Βρίσκεται στο γραφείο της πρώην διεύθυνσης. Το πάτωμα είναι από ξύλο. Ο αναπάντεχος ήλιος κάνει τον χώρο ζεστό. Φάκελοι ριγμένοι στο πάτωμα. Οθόνες υπολογιστών, καρέκλες και έπιπλα αναποδογυρισμένα. Αρχίζει και γαβγίζει χωρίς σταματημό. Προσπαθεί να βγάλει από το δωμάτιο ότι θεωρεί άχρηστο. Η πόρτα του γραφείου πεσμένη κι αυτή στο πάτωμα. Τον δυσκολεύει. Κατεβαίνει στο υπόγειο. Γρυλίζει απο τις μυρωδιές. Αυτός πλένει με κρύο νερό δυο πιάτα στη μικρή κουζίνα. Ο Ερμής δεν σταματά, τον ακολουθεί στον πρώτο όροφο. Αρχίζουν και επικοινωνούν. Η διαφορά είναι έντονη. Ο ήλιος φωτίζει τα πρόσωπα και των δύο. Το γραφείο γίνεται ανθρώπινο. Ο καναπές στη θέση του. Όλα τα σπασμένα βγαίνουν στο διάδρομο, η πόρτα στη θέση της. Ο Ερμής με πολύ κόπο με τα δόντια του ανεβάζει χαρτόκουτα. Από αδρανής γίνεται ενεργός για χάρη του Ερμή. Είναι αυτός που ακολουθεί. Ξαναδημιουργεί το στρώμα του και παρακολουθεί τον Ερμή που βάζει δίπλα του το δικό του στρώμα. Το “δέλτα” μεγαλώνει. Ένα ξύλινο τραπεζάκι γίνεται το δικό τους τραπέζι.
Είναι η ώρα της περιπολίας γύρω από το κτίριο. Από τη τζαμαρία της έκθεσης το ζευγάρι αισθάνεται ικανοποιημένο με την παρουσία του λυκόσκυλου, όπως και ο ίδιος. Η ψυχική του υγεία είναι τραυματισμένη. Η παρουσία μιας ζωντανής ψυχής που δεν ρωτά και δεν μιλά ήταν θείο δώρο. Είναι ενοχλημένος για την μετακόμιση στον πρώτο όροφο, τον παρέσυρε η επιμονή του. Είναι η ώρα του φαγητού. Κρατά την κονσέρβα. Η ουρά του Ερμή δείχνει την ευχαρίστηση του. Κανείς δεν μιλά ούτε γαβγίζει.
Ανοίγει το sleeping bag και γίνεται πάπλωμα και για τους δυο που μυρίζουν άσχημα. Το κρύο ανυπόφορο χωρίς ήλιο. Και οι δυο υπνωτισμένοι σε λήθαργο. Και οι δυο απογοητευμένοι, κουρασμένοι από τη ζωή. Θα ήθελαν αν μπορούσαν να την αναβάλλουν για το μέλλον που ίσως να ήταν καλύτερα. Ο ένας πιστεύει στις δυνατότητες του άλλου ελπίζοντας για κάτι καλύτερο. Είναι αγκαλιασμένοι, γεμάτοι συναισθήματα. Οι εικόνες της ζωής του καθενός, προβολές ψυχής στον άλλο.
Ήταν κουτάβι σε κλουβί όταν δυο ζεστά χέρια τον αγκάλιασαν, τον αγάπησαν. Ήταν η μυρωδιά των χεριών που σε αυτήν ορκίστηκε πίστη.
Ήταν τα μάτια της που αγάπησε. Ο τρόπος που τον κοίταζε. Η δύναμη του ανεξάντλητη κοντά της.
Ήταν μέλος της οικογένειας. Ζούσε μέσα στο σπίτι. Ήταν φύλακας στον χώρο. Όταν έγινε απόπειρα διάρρηξης οι επίδοξοι κακοποιοί τράπηκαν σε φυγή σακατεμένοι.
Έγιναν ζευγάρι και απέκτησαν μια κόρη που του έμοιαζε. Έχει όμως τα μάτια της μητέρας της.
Ήταν πάντα μαζί με τον μικρό της οικογένειας. Αυτός τον συνόδευε στο σχολείο, μαζί γυρνούσαν στο σπίτι. Γνώριζε τις ώρες. Ήταν εφτά χρόνια πραγματικής ευτυχίας και για τους δύο.
- Και τι άλλαξε;
- Τα πάντα. Δεν έχω καμία διαφορά από εσένα.
- Είσαι κι εσύ αδέσποτος;
- Είμαι χαμένος σε απόγνωση. Με κυνηγούν θεοί και δαίμονες. Ξεκίνησα απο ένα υπόγειο. Στο ισόγειο άρχισα να βλέπω το φως του ηλίου. Από τον δεύτερο όροφο έβλεπα την ανατολή, αισθανόμουν υπέροχα. Από τον δεύτερο όροφο στον έβδομο. Ήμουν στον ουρανό. Δεν έβλεπα παρά μόνο σύννεφα. Δεν είχα χρόνο, ξόδεψα τη ζωή μου κυνηγώντας ορόφους. Από τον ουρανό η συννεφιά με εμπόδιζε να δω την αμυδρούλα, χρόνος ανύπαρκτος, ξεχασμένος. Ξέχασα πρόσωπα αγαπημένα, αμυδρά μερικές φορές ερχόταν οι εικόνες της κόρης μου και της μητέρας της, τις αποκαλώ αμυδρούλες. Τους τελευταίους μήνες στο μυαλό μου και στην ψυχή μου επικρατεί ίλιγγος. Συνήλθα για λίγο στο υπόγειο του κτιρίου. Αυτό μου ταιριάζει, είναι ανυπόφορο να ζω. Κουράστηκα. Έχω τελειώσει.
- Γι αυτό είσαι εδώ;
- Ναι. Έχω τελειώσει. Μου είναι ανυπόφορο να ζω.
- Μιλάς για απόγνωση... Ήταν μια συνηθισμένη μέρα που φτάσαμε στο χωριό και πήγαμε στο σούπερ μάρκετ όπως συνηθίζαμε κάθε Σάββατο τις πρωινές ώρες. Εγώ τον περίμενα έξω με το λουρί περασμένο σε ένα πάσσαλο για πρώτη φορά. Όταν μπήκε στο αυτοκίνητο με τα ψώνια κι έφυγε το θεώρησα παιχνίδι. Έτρεχα πίσω από το αυτοκίνητο με τον πάσσαλο να με ακολουθεί. Γύρισα πίσω στο χωριό περιμένοντας να φανεί. Ήμουν μαζί με τα άλλα σκυλιά. Ήμουν κι εγώ σε απόγνωση. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Τον περίμενα να έρθει για να με πάρει. Θα προτιμούσα να μου είχε κάνει ευθανασία. Εσύ τι θα επιθυμούσες να είχες τώρα;
- Καλή ερώτηση. Το βλέμμα της κόρης μου και ένα λεπτό μελωδίας του Zero Hour. Συνήθιζα τις βραδινές ώρες να απολαμβάνω μελωδίες Αργεντινής.
- Είναι ότι καλύτερο έχω ακούσει τον τελευταίο καιρό. Μπορείς να το ζήσεις. Κλείσε τα μάτια σου και άνοιξε τα αυτιά σου, αρκεί να πιστέψεις οτι μπορείς.
Ήταν εύκολο εκείνη τη στιγμή το μυαλό του να του χαρίσει αυτό που ζητούσε. Όταν άνοιξε τα μάτια του η μορφή του γαληνεμένη.
- Εσύ τι θα επιθυμούσες να είχες τώρα;
- Την αγκαλιά και τα χάδια του μικρού. Σχεδόν μαζί μεγαλώσαμε. Τον βλέπω κάθε βράδυ στα όνειρά μου.
Το πρωί ο Ερμής γάβγιζε συνεχώς στην αυλή. Το ζευγάρι των γειτόνων ανησύχησε. Ο Ερμής έτρεξε δίπλα του. Με βία ανέπνεε. Κάλεσαν το πρώτων βοηθειών. Ο ασθενής σε κώμα. Οι γιατροί μιλούν για μία νέα ψυχολογική ασθένεια που θα γίνει καθεστώς. Έχει τα χαρακτηριστικά κατάθλιψης βαριάς μορφής. Κάποιος γιατρός την αποκαλεί σύνδρομο παραίτησης. Ο ασθενής την επόμενη το βράδυ έφυγε με συνοδεία από μελαγχολικές νότες μελωδίας ταγκό. Ο Ερμής υιοθετήθηκε από το ζευγάρι της έκθεσης αδιαφορώντας στα χάδια και τα καλέσματα τους. Ήταν αδύνατο να ξαναεμπιστευτεί τους ανθρώπους. Όταν κοιμόταν τα πόδια του τινάζονταν απο τα όνειρα που έβλεπε. Εκστασιαζόταν όταν άκουγε μελωδίες Αργεντινής.
Υ.Γ. Το σύνδρομο της παραίτησης πρωτοπαρουσιάστηκε στη Σουηδία την δεκαετία του 1990. επηρέαζε μόνο μικρά παιδιά και εφήβους με ψυχικά τραύματα στη μέση μιας δύσκολης και χρονοβόρας διαδικασίας μετανάστευσης. Είναι μια περίπλοκη ασθένεια. Ο ασθενής καταλήγει σε κώμα και χωρίς άμεση ιατρική βοήθεια σε θάνατο.
Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη.
Το κύριο χαρακτηριστικό της ζωής του ήταν ότι παρατηρούσε τους ανθρώπους, τις κινήσεις τους και τις συμπεριφορές τους, κι αυτό αποτελούσε πάντα έμπνευση για τον ίδιο.
Στα 18 του χρόνια έκανε τις πρώτες απόπειρες συγγραφής. Η ανάγκη της επιβίωσης έδωσε ένα μεγάλο διάλειμμα σε αυτό το εγχείρημα. Σε δύσκολη περίοδο της ζωής του, μετά απο το διάλειμμα, ήρθε απο μόνη της η έμπνευση και άρχισε να γράφει ξανά.
Έχει εκδόσει δύο μυθιστορήματα: “Τέσερις Ζωές μία Ταινία” και “Εκπαιδευτής Πεταλούδων”
Για το Books ‘n more..
Κέλλυ Στρατηγοπούλου
Απόφοιτος τμήματος Φιλοσοφικής Αθηνών.
Αγαπάει το διάβασμα,το θέατρο και τη ζωγραφική.
Γνωρίζει Αγγλικά, Ιταλικά και Γερμανικά.
Τον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με την υποκριτική και τη συγγραφή βιβλίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου