δεκαπενταΣΥΛΛΑΒΕΣ Αλήθειες
Μ’ αγγέλους αν σε σύγκρινα πρώτη θα σ’ είχα βάλει, βασίλισσα μες στην καρδιά και δεν χωράει άλλη.
Αν ο παράδεισος γενεί άνθρωπος και μιλάει, θα ήταν κόρη που μπαμπάς στα μπράτσα του κρατάει!
Αν ο παράδεισος γενεί άνθρωπος και μιλάει, θα ήταν κόρη που μπαμπάς στα μπράτσα του κρατάει!
Ρίζα και αίμα και ψυχή, σπλάχνο, ανάσα, φως μου, δεν έχει ομορφότερο πλάσμα βρεθεί εμπρός μου!
Ίαση μα και φάρμακο, παράδεισος, ψυχή μου, γαλήνη, αγαλλίαση, φως είσαι στη ζωή μου.
Ίαση μα και φάρμακο, παράδεισος, ψυχή μου, γαλήνη, αγαλλίαση, φως είσαι στη ζωή μου.
Ζω αφού ζεις εσύ, αναπνοή μου δίνει, ένα γλυκό χαμόγελο την κούραση μου σβήνει!
Αν ο Θεός του ουρανού κατέβαινε στη γη μας, παιδί θα ήταν, σίγουρα, το φως μες στη ζωή μας.
Αν ο Θεός του ουρανού κατέβαινε στη γη μας, παιδί θα ήταν, σίγουρα, το φως μες στη ζωή μας.
Ο Καλογιαννάκης Ι. Μιχάλης γεννήθηκε στο Τυμπάκι Ηρακλείου Κρήτης το 1978.
Τελείωσε το Εκκλησιαστικό Γυμνάσιο και Λύκειο Κρήτης στα Χανιά με βαθμό άριστα.
Πήρε πτυχίο από το Θεολογικό Τμήμα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, από το Εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας ΕΚΠΑ, το 2012, με ομόφωνη απόφαση της επταμελούς επιτροπής, με βαθμό άριστα.
Το θέμα της διατριβής του, αλλά και της ερευνητικής του δραστηριότητας, αφορά στους παράγοντες που επηρεάζουν τη στάση του κόσμου για τη δωρεά οργάνων στην Ελλάδα, καθώς και ευρύτερα θέματα βιοηθικής. Εργάζεται στο Υπουργείο Υγείας και είναι αποσπασμένος στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ), ως διοικητικός υπάλληλος. Είναι παντρεμένος με τη Ρένα Πετσαλάκη και έχει μία κόρη, τη Μαρίζα.
1. Πείτε μας πως αποφασίσατε να γράψετε την ποιητική σας συλλογή;
Η απόφαση μου ήταν ξαφνική, όπως και η έμπνευση
μου. θα την χαρακτήριζα προϊόν ξαφνικού φωτισμού από τον θεό.
2. Μέσα από την ποιητική σας συλλογή θέλετε να στείλετε κάποια μηνύματα;
Τα μηνύματα μου είναι σαφή και απευθύνονται ως διδαχή σε όλους τους νέους κάθε ηλικίας που ξεκινούν την ζωή τους, ως εγχειρίδιο αποσταγμάτων και εμπειρικών συμβουλών από έναν πατέρα στα παιδιά του.
3. Ποια είναι η ανταπόκριση του κοινού μέχρι τώρα;
Θα έλεγα χωρίς υπερβολή, ότι είναι πολύ ενθαρρυντική και αισιόδοξη. Πολλοί αναγνώστες βλέπουν το εμπειρικό τους βίωμα αποτυπωμένο με λέξεις στις σελίδες του βιβλίου μου.
4. Ποιο είναι το συναίσθημα ενός ποιητή που πιάνει πρώτη φορά το βιβλίο του στα χέρια του;
Το συναίσθημα αυτό δεν περιγράφεται με λέξεις. Είναι σχεδόν το συναίσθημα της μάνας που αγκαλιάζει για πρώτη φορά το παιδί της.
5. Πόσο ταυτίζεστε με τα ποιήματα που έχετε γράψει;
Απόλυτα. Είναι αποστάγματα της ψυχής μου. Κατάθεση εμπειρίας και βιωμάτων μου.
6. Όταν ήσασταν μικρός πώς φανταζόσασταν τον εαυτό σας;
Υγιή, ευτυχή και επιτυχημένο.
7. Είστε ευαίσθητος;
Νομίζω είναι εμφανές από τα γραφόμενα στο βιβλίο μου.
8. Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σας;
Η ασθένεια, η μοναξιά και ο θάνατος.
9. Ποιά μουσική σας αρέσει;
Η βυζαντινή και η κλασσική μουσική.
10. Τι όνειρα έχετε για το μέλλον ;
Τα όνειρα θέλουν αγώνα, σχέδιο και κόπο. Ονειρεύομαι και εύχομαι για όλους υγεία προσωπική και οικογενειακή, δουλειές για όλους, αξιοκρατία και μια κοινωνία ίσων ευκαιριών και αριστείας.
11. Τι σας στεναχωρεί;
Η έλλειψη αξιοκρατίας στη δομή του κράτους.
12. Πείτε μας τρία χαρακτηριστικά σας.
Παρορμητικός, έντιμος, εγκεφαλικός
13. Ετοιμάζετε κάτι άλλο τώρα;
Έχω ήδη συγγράψει μια ακόμα ποιητική συλλογή με τίτλο:
«ΒΙΩΜΑΤΩΝ ΙΑΣΙΣ»
Και επίσης συγγράφω ένα επιστημονικό έργο με τίτλο: «Η ΔΩΡΕΑ ΟΡΓΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ- ΑΙΤΙΕΣ ΚΑΙ ΛΥΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΓΡΙΦΟΥ»
14. Πώς ξεκινήσατε τη συγγραφή;
Κατά τύχη σε ένα επιστημονικό μου ταξίδι στη Λεμεσό. Ξαφνικός φωτισμός.
15. Πόσες ποιητικές συλλογές έχετε γράψει και ποιές είναι αυτές;
Έχω ήδη συγγράψει μια ακόμα ποιητική συλλογή με τίτλο:
«ΒΙΩΜΑΤΩΝ ΙΑΣΙΣ» το οποίο πρώτα ο θεός, θα εκδοθεί σύντομα από τις εκδόσεις «ΠΗΓΗ»
16. Τι αγαπήσατε περισσότερο στην τελευταία σας ποιητική συλλογή;
Το ότι πραγματεύεται την έννοια της αλήθειας.
Σε πολλές πτυχές της εστιάζοντας στις ανθρώπινες σχέσεις.
17.Οταν τελειώσατε το βιβλίο σας ποιός/ά το διάβασε πρώτος;
Ο πατέρας μου, ο πατήρ Ιωάννης, πρώην καθηγητής στο λύκειο Τυμπακίου του χωριού μου, ο οποίος και με ενθάρρυνε μαζί με άλλους να προχωρήσω στο εν λόγω εγχείρημα.
18.Ποιές αντιδράσεις είχαν η οικογένειά σας, τα αγαπημένα σας πρόσωπα όταν έμαθαν ότι θα εκδώσετε το βιβλίο σας;
Θετικές, ενθαρρυντικές και καλοπροαίρετες θα έλεγα.
19. Πώς αντιμετωπίζετε γενικά τις κριτικές, είτε θετικές είτε αρνητικές;
Με πολύ καλή διάθεση και παρατηρητικότητα με σκοπό να βελτιωθώ.
20. Τι προσφέρει το βιβλίο σας στον αναγνώστη;
Προσφέρει την δυνατότητα να διεισδύσει στα βαθύτερα συναισθήματα του με λυτρωτικό και θεραπευτικό τρόπο.
21. Από τι εμπνέεστε;
Από αυτά πού έζησα, από όσα άκουσα αλλά κυρίως από την αλήθεια που οι περισσότεροι απωθούμε και αρνούμαστε να κοιτάξουμε κατά πρόσωπον.
22. Ποιο είναι το αγαπημένο σας τραγούδι;
Το τραγούδι του Αντώνη Βαρδή «ΠΟΥ ΝΑ ΕΞΗΓΩ»
23. Ποια είναι η πιο ευτυχισμένη παιδική σας ανάμνηση;
Τα παιχνίδια με φίλους στα διαλείμματα στο δημοτικό σχολείο στο Τυμπάκι
24. Ποια ήταν η πιο σημαντική στιγμή της ζωής σας;
Η γέννηση της κόρης μου της Μαρίζας
25. Γίνατε αυτό που ονειρευόσασταν να γίνετε;
Όχι ακόμα. Όνειρο μου είναι να διδάξω στο πανεπιστήμιο. Πρώτα ο θεός θα τα καταφέρω πιστεύω.
26. Ποιο είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο που αντιμετωπίσατε στη συγγραφή; Ή μετά τη συγγραφή;
Εμπόδιο είναι η έλλειψη χρημάτων. Ο συγγραφέας ειδικά στην αρχή εκτός από έμπνευση, χρόνο, κόπο και αντοχές πρέπει να έχει και χρήματα για να εκδώσει το πόνημα του. Δόξα τω θεώ οι υπεύθυνοι των εκδόσεων «ΠΗΓΗ» και σε αυτό το θέμα ήταν πολύ βοηθητικοί και σωστοί απέναντι μου.
27. Καριέρα ή οικογένεια; Τι από τα δυο επιλέγετε;
Οικογένεια είναι πάνω από όλα. Η καριέρα ακολουθεί .
28. Για τι έχετε μετανιώσει;
Για το ότι κάποια πράγματα δεν τα έκανα νωρίτερα από φόβο.
29. Τι σας ενοχλεί περισσότερο στους άλλους;
Η έλλειψη εντιμότητας και ειλικρίνειας.
30. Τι σας αρέσει να διαβάζετε;
Τα πάντα διαβάζω από Καζαντζάκη, Ελύτη, Σαμαράκη,Παπαδιαμάντη, Καργάκο, Παπανούτσο Paulo coelho, Irvin yalom κτλ
31. Ποιος είναι ο μεγαλύτερός σας πόθος;
Να έχω την υγεία μου μαζί με την οικογένεια μου, να κάνω αυτό που αγαπώ, με οικονομική αυτάρκεια.
32. Ποιος είναι ο αγαπημένος σας συγγραφέας ή ποιητής;
Ο Καζαντζάκης
33. Πείτε μας δυο πράγματα που δεν συγχωρείτε σε μια σχέση;
Την έλλειψη ειλικρίνειας και την πονηρία
34. Ένα όνειρο που είχατε από παιδί κι έχει πραγματοποιηθεί;
Να σπουδάσω
35. Έχετε κάποια χόμπι;
Μουσική, περπάτημα , συγγραφή.
36. Ποιά ήταν η τελευταία φορά που κλάψατε και γιατί;
Ακούγοντας ένα τραγούδι
37. Ποια ήταν η τελευταία φορά που γελάσατε και γιατί;
Ακούγοντας ένα ανέκδοτο από ένα φίλο.
38. Πείτε μας μια μέρα της καθημερινότητάς σας;
Ξυπνάω γύρω στις 6: 30 πίνω λίγο καφέ και πηγαίνω στο γραφείο έως τις 15:30 το μεσημέρι μετά το φαγητό ξαπλώνω λίγο. Το απόγευμα μπορεί να γράφω, να διαβάζω ή να παίζω με την κόρη μου, με την οποία πολλές φορές πάμε στις κούνιες στην γειτονιά μας στα Βριλήσσια . Το βράδυ η έμπνευση με οδηγεί να γράφω. Τα περισσότερα ποιήματα μου τα έγραψα στη σιγαλιά της νύκτας.
39. Τι λατρεύετε περισσότερο;
Την καθαρή ματιά των ανθρώπων ειδικά των παιδιών.
40. Σε τι δεν μπορείτε να αντισταθείτε;
Σε ένα καλό φαγητό. Σε ένα καλό άκουσμα, σε ένα καλό βιβλίο.
41. Πείτε κάτι που θα θέλατε να ξέρει για εσάς το αναγνωστικό κοινό και οι θαυμαστές σας.
«Είμαι επιλογής και τύχης κράμα και απόσταγμα
Ανάγκης..! Θέλω, μπορώ, φοβάμαι..μα κι αντέχω! Τα όρια της αντοχής μου, να ξεσκίζω!»
Ανάγκης..! Θέλω, μπορώ, φοβάμαι..μα κι αντέχω! Τα όρια της αντοχής μου, να ξεσκίζω!»
( Απόσπασμα από το ποίημα «ΕΙΜΑΙ» Στη δεύτερη συλλογή με τίτλο: «ΒΙΩΜΑΤΩΝ ΙΑΣΙΣ» που θα εκδοθεί προσεχώς
Θα θέλατε να μας στείλετε δύο ποιήματά σας σαν επίλογο αυτή της συνομιλίας;
Α. Ο ΠΑΠΠΟΥΣ
Ήταν παλιά ένας παππούς κι έλεγε ιστορίες
Πάντα μου τόνιζε έντονα πως λίγες οι κυρίες.
Ο παππουλάκος πέθανε και πάνε πολλά χρόνια
Και έμειναν τα λόγια του σαν τα βουνά με χιόνια.
Έλεγε λόγια που θαρρείς μπέρδευαν το μυαλό σου
Και τώρα όλα βγαίνουνε και θέλουν το καλό σου.
Μου ’λεγε «φίλε πρόσεχε, τους φίλους να διαλέγεις»
Όμως στο αίμα ο κίνδυνος και δεν το επιλέγεις.
Έλεγε «πάρε την ευχή της μάνας, του πατέρα
Όσο μπορείς απ’ τη δουλειά τ’ αδέλφια κάνε πέρα».
Φώναζε… πού ν’ αντιληφθώ τότε πως δίκιο θα ’χει
«Μόνοι ερχόμαστε στη γη και φεύγουμε μονάχοι…
Μόνοι τις ζούμε τις στιγμές, μόνοι χαρές και πόνο
Κι όποιοι κι αν θα ’ναι δίπλα σου, παρέα θα ’ναι μόνο».
Του λέω «μα με αγαπούν!» Του λέω «είναι αίμα!»
Γελούσε… κοίταζε ψηλά. «Φίλε» μου λέει… «ψέμα!»
Ακόμα και στα όνειρα θα ήταν εφιάλτης
Να έχει δίκιο ο παππούς κι εγώ θύμα απάτης.
Είπε πολλά, τον έβλεπα γέρο και κουρασμένο
Δεν είχα δει στο πρόσωπο βλέμμα πεπειραμένο…
Ήρθε καιρός που ζήταγε: «να ’ρχεσαι να μιλάμε»
Δεν πίστευα… και το λέγε μέρες πως του μετράμε!
Ήθελε κάπου να μιλά, να νιώσει μια παρέα
Και μου ’κανε μαθήματα πολύ πολύ σπουδαία.
Ήταν χειμώνας κι έριχνε δάκρυα ο Θεούλης
Μηνύματα του ουρανού, πως φεύγει ο παππούλης…
Όσο μιλούσε άκουγα βροντές έξω να ρίχνει
Αστράφτει φως ο ουρανός και ύστερα το σβήνει.
Φοβήθηκε, ξιπάστηκε, βαριά ανάσα βγάζει,
Κοίταξε προς τον ουρανό, άρχισε να τρομάζει.
Η καταιγίδα πρόσκαιρη και ύστερα γαλήνη
Αρχίζει πάλι ο παππούς μαθήματα να δίνει.
Εγώ πού να αντιληφθώ… τον έβλεπα, μιλούσε
Μαθήματα μου έκανε, λόγο πως δεν θα ζούσε.
Γελούσε κι από μέσα του ίσως και να πονούσε
Έκανε πάντα προσευχές, τον πόνο του ξεχνούσε.
Μου ’λεγε κοίτα χαλαρά βλέπε τα γεγονότα
Χαρούμενα, δυσάρεστα, κι ό,τι δεν ξέρεις ρώτα.
Ρώτα και άκου, μη μιλάς, πρόσεχε για να μάθεις
Παίρνε γονέα συμβουλή αν θες πολλά μην πάθεις.
Κοίτα, στο βλέμμα φαίνεται όσα λόγια δεν λένε
Κρύβονται με χαμόγελο ψυχές που μέσα κλαίνε.
Θα ’ρθει καιρός και θα τη δεις την αγραμματοσύνη
Πρώτη να σέρνει τον χορό, να ’χει κι αγνωμοσύνη…
Φυλάξου από κόλακες και απ’ την κακή την ώρα
Από τους ψεύτες άεργους που τρων αυτή τη χώρα.
Φύγε από φίλους κάλπικους, από αδέλφια κράτα
Απόσταση διάκρισης… τους ταξικούς στην μπάντα!
Γυναίκες πάμπολλες θα βρεις, κρατά τις αναμνήσεις
Κι αν μια ΚΥΡΙΑ βρέθηκε, αυτή να την κρατήσεις!
Κράτησε τη συνείδηση όσο μπορείς καθάρια
Ψυχή μην παίζεις, ιερά και όσια στα ζάρια!
Γίνε παράδειγμα φωτός να φέγγουν τα παιδιά σου
Άφησε φήμη κι όνομα να ’χουν κληρονομιά σου.
Μη βάλεις στόχους υψηλούς, θα φθείρουν την υγειά σου
Και τον πατέρα θα ’χουνε κορνίζα τα παιδιά σου.
Γίνε πνοή, ψυχή και φως, φεγγάρι που φωτίζει
Και την ψυχή ενός παιδιού δύναμη τη γεμίζει.
Απόφευγε την ηδονή που ηθική δεν έχει,
Σκοτάδι, άβυσσο πυκνή κι οδύνη περιέχει.
Κράτα σε όλα όρια… Πρώτα στον εαυτό σου…
Το μέτρο να μην το ξεχνάς αν θέλεις το καλό σου!
Θα έλθουν δύσκολα παιδί… έλεγε ο παππούλης,
Κάνετε καμιά προσευχή μεγάλος ο Θεούλης.
Κι όσο ο παππούς εμίλαγε πάντα παρατηρούσα,
Το βλέμμα ήτανε υγρό, έκλαιγε σαν κοιτούσα…
Παππού μην κλαις! του φώναζα, θα φθείρεις την υγεία σου!
Φεύγω μικρέ! μ’ απάντησε, μου λείπει η γιαγιά σου!
Νόμιζε πως θα πέθαινε, άρχισε και να κλαίει
Ξάφνου το κλάμα σταματά, την ιστορία λέει.
Είναι βαρύ μαρτύριο, έχω πολλά περάσει
Κοίταζε, παραμίλαγε, και ξαφνικά… σωπάσει…
Ήταν σαν κάτι να ’βλεπε… Δεν εξηγούν τα λόγια,
Σε άλλους κόσμους ήτανε, αρχίζει μοιρολόγια…
Τι είναι, του ’λεγα, παππού; Τι βλέπεις, πες και μένα
«Τρέξε και ζήτα την ευχή στον πάτερ που σ’ εγέννα».
Είναι ιερέας, το ’ξερε, ζήταγε την ευχή του,
Φιλούσε και κάνα σταυρό, προστάτη στη ζωή του.
Μου λέγε: Αλήθειες όταν λες πολλούς εχθρούς θα κάνεις,
Στο τέλος μένεις μοναχός, τους «φίλους» σου τους χάνεις.
Δεν πρέπει να λιποτακτείς σαν έλθουν οι ευθύνες…
Όρθια μένουν τα βουνά! Πεθαίνουν οι ελπίδες;
Η πρώτη αλήθεια στη ζωή μάλλον ο μύθος μοιάζει,
Πλάθει εικόνες ψεύτικες κι ύστερα τις ταιριάζει.
Μύθο πουλάνε όλοι τους, κι όποιος τον αγοράσει
Θα φάει μπόλικο φαΐ, κι όμως δεν θα χορτάσει.
Η γνώση είναι δύναμη… Στην άγνοια σωπαίνεις…
Σε ό,τι πεις «το αγνοώ!» στο τέλος το μαθαίνεις…
Η γνώση που εγνώρισε τόσο την άγνοιά της
Έγινε επιστήμονας, μόρφωσε τα παιδιά της!
Γνώση που δεν εγνώρισε ποτέ την άγνοιά της
Έμεινε κούφιο κύμβαλο, κλειστά και τα φτερά της.
Παππού πολύ μπερδεύονται τα λόγια τα δικά σου…
Γυρίζει και μου απαντά: «Όλα θα ’ρθουν μπροστά σου…»
Δίκιο αν είχε, φίλοι μου, τώρα καταλαβαίνω,
Έλεγε «σαν τ’ αντιληφθώ κι εγώ να επιμένω».
Μου ’λεγε και για τον Θεό, πως πρέπει να πιστεύω
Δεν έχει αξία στο φαΐ… στη σκέψη να νηστεύω!
Στη σκέψη έχεις τον Θεό, στους λογισμούς τον χάνεις
Το λάθος πρώτα σκέφτεσαι, και ύστερα το κάνεις.
Οι λογισμοί σου γάλατα που το τυρί σου φτιάχνουν,
Μυζήθρα το συναίσθημα κι οι σκέψεις σου το κάνουν.
Στη σκέψη όλα ξεκινούν και γίνονται εμπειρία
Εκεί είν’ η διάκριση πόρνης από ΚΥΡΙΑ!
Στη σκέψη βάζε φάρμακο, πλύνε την νύκτα μέρα,
Λείπε από το άδικο, τους ψεύτες κάνε πέρα.
Λέγε παππού και θα κρατώ στη σκέψη σημειώσεις
«Θα ’ρθει καιρός» απάντησε «και τότε θα με νιώσεις…»
Θα ’ρθει καιρός που φίλοι σου κι άριστοι συνεργάτες
Θα ’ναι προσωποποίηση στις σχέσεις σου τις σκάρτες.
Θα δεις τους φίλους τους καλούς, εχθρούς τους αδελφούς σου
Και δεν θα βρίσκεις άνθρωπο στους δύσκολους καιρούς σου.
Λόγια ευχάριστα θα ακούς, εύκολα ειπωμένα,
Σπάνια πράξη γίνονται χρυσόβουλα γραμμένα…
Μπροστά σου φίλοι θα ’ρχονται, πίσω σου το αλλάζουν,
Νυστέρι βγάζουν φιλικό, χωρίς ντροπή σε σφάζουν.
Πολλές φορές οι μέτριοι θέσεις καταλαμβάνουν,
Βάζουν τους κλέφτες φύλακες, κλέφτες να συλλαμβάνουν.
Πολλές φορές στις εκκλησιές τα ράσα προσκυνούσαν,
Το χρήμα κάναν Άγιο και τον Θεό ξεχνούσαν.
Δεν είναι όλοι ιερείς, είναι απλά παπάδες…
Ψάλλουν, θυμιάζουν, προσκυνούν, μόνο για τους παράδες!
Βλέπεις τα ράσα προσκυνούν το χρήμα για Θεό τους,
Δεν έχουν ούτε σεβασμό για τον συνάνθρωπό τους.
Θυμιάζουν μοσχολίβανο, κεριά από κηρήθρα,
Και νιώθουν πως κατέχουνε της Βασιλείας κλείθρα.
Θα δεις δασκάλους σοβαρούς γνώση που τη διδάσκουν
Στη πράξη να ’ναι μέτριοι και στη ζωή να πάσχουν.
Όπου ακούς λόγια πολλά κράτα τις αποστάσεις
Όλοι σου τάζουν θησαυρούς που δύσκολα θα φτάσεις.
Έχουν αντίτιμο βαρύ οι κούφιοι παραδείσοι
Θέλει και κόπο και ψυχή κανείς για να τους κτίσει…
Πάνω στη θάλασσα θαρρείς ψάρια πως επιπλέουν
Ψόφια μονάχα έρχονται, σκουπίδια θα συρρέουν.
Φελλοί, σκουπίδια, βρόμικα, ψάρια θα βρεις απάνω,
Το βάθος κρύβει θησαυρούς και δύσκολα τους φτάνω.
Πρόσεχε μην εμπιστευτείς ναυαγισμένους τύπους,
Γιατί θα αυξήσουν στην καρδιά και στον παλμό τους χτύπους.
Ναυάγιο που πούλησε για γιοτ, σάπιο κουφάρι,
Θα ’ρθουν κουστούμια ακριβά, και πάρε τους χαμπάρι.
Δε θα ’ναι εύκολο να δεις στου γέλιου τη βιτρίνα,
Τον ψεύτη ξεκαθάριζε, μαθήματα ξεκίνα…
Μάθε από τα λάθη σου και μην τα ξανακάνεις
Αν βρεις χαμένο θησαυρό, πρόσεχε, μην τον χάνεις.
Β. Ο ΛΥΚΟΣ ΜΕ ΤΑ ΕΞΙ ΚΛΕΙΔΙΑ
Λύκος μικρός ξεκίνησε μια πόρτα για ν’ ανοίξει
Ήθελε η αξία του τον θρόνο να αγγίξει.
Ήταν μικρός, δεν ήξερε… η πόρτα κλειδωμένη
Για λύκους που είναι «μικροί» την έχουν σφραγισμένη.
Κλειδιά που την ανοίγουνε λίγοι μόνο κατέχουν
Ίσως δεν είν’ οι πιο καλοί, τον τρόπο όμως έχουν.
Η πόρτα επτασφράγιστο λουκέτο κάτω έχει
Κλειδιά που την ανοίγουνε ο μέγας λύκος έχει.
Λύκε πού σου τα έδωσαν κλειδιά γι’ αυτή την πόρτα;
Μικρό λυκάκι έστεκε, τον πατριάρχη ρώτα…
Ο μέγας λύκος ένιωσε την απειρία τούτου,
Που μοιάζει με την άγουρη τη νοστιμιά του φρούτου.
Μικρό λυκάκι άκουσε τις πόρτες πώς ανοίγουν
Τον δρόμο στρώνουν δάκρυα, βαρύ χαράτσι δίνουν…
Γέρος εγώ, μικρός εσύ… δεν ξέρω αν αξίζει
Για πόρτες εφτασφράγιστες ο νέος να πασχίζει.
Και μιας που σε συμπάθησα και είδα πως παλεύεις,
Μια συμβουλή μου άκουσε, ευκολά μην πιστεύεις.
Πολλοί οι λύκοι, τάζουνε κλειδιά της βασιλείας,
Και θρόνο στρώνουν εύκολα σε δρόμο αμαρτίας.
Κλειδιά τα βλέπεις να κοσμούν χέρια με επιδερμίδα,
Αν θα σιμώσεις πιο κοντά, μοιάζουνε με λεπίδα.
Δεν σου χαρίζουν τα κλειδιά, μη σε κοροϊδεύουν
Το αίμα σου αντάλλαγμα και την ψυχή γυρεύουν.
Λύκοι πολλοί ξεκίνησαν, κουτάβια καταλήγουν,
Στην εξουσία προσκυνούν, τον θρόνο δεν τον σμίγουν.
Λυκάκι λύκου άκουσε την ιστορία τώρα
Μια συμβουλή απ’ τον παλιό, και υστέρα προχώρα…
Αρχίζει ο λύκος να μιλά, βλέποντας το κουτάβι,
Μια φλόγα μες στα μάτια του, σαν σπίθα που ανάβει.
Πέντε κλειδιά θα σου στερούν δόξα της εξουσίας,
Αλλάζοντας παντοτινά τον ρου της ιστορίας…
Πόρτα που σε οδήγησε στου ονείρου σου το τέλος
Ίσως σου βάλει στην ψυχή φαρμακωμένο βέλος.
Η πόρτα η πρώτη λέγεται «αίμα» που σε στηρίζει…
Τον πρώτο θρόνο σου φτιάξε, τυφλά σου τον χαρίζει.
Χαρίζει θρόνους υψηλούς το αίμα στην αγέλη,
Δεν έχει κρίση, λογική… τοποθετεί τα μέλη.
Βάζει μπροστά, πολλές φορές, τυφλό να οδηγάει,
Ο κόσμος τον ακολουθεί και στον γκρεμό τον πάει.
Φεύγει παλιός, αποχωρεί, νέο λυκάκι μπαίνει,
Δεν έχει άλλος το κλειδί, μόνη η θέση μένει.
Η θέση έχει οριστεί να τηνε πάρει άλλος
Ο λύκος μας κουράστηκε, και είναι πια μεγάλος…
Φτιάχνει το πλαίσιο γερά, βάζει θεμέλια πρώτα
Στρώνει τον δρόμο ομαλό και βάζει και τα φώτα.
Λυκόπουλο περπάτησε, οδεύει προς τη θέση,
Ο γερο-λύκος άγρυπνος, δεν βγαίνει απ’ την μέση.
Κι αν είχε κάποιος όνειρα τον λύκο πως παστρεύει
Νίλες τον περιμένουνε που δεν θα τις πιστεύει…
Πολλά λυκάκια ζήσανε ζωή ξεχρεωμένη,
Στου γερο-λύκου τ’ όνομα για πάντα πιστωμένη.
Δίπλα στο αίμα στέκεται, «συγγένεια» τη λένε
κλειδί π’ όσοι δεν έχουνε, στην πόρτα έξω κλαίνε…
Οι συγγενείς μαζεύονται, μοιράζουνε την πίτα,
Κόβουν και ράβουν σαν μπορούν και δεν γνωρίζουν ήττα.
Στήνουν το έργο εύκολα, κάνουν τον στόχο νόμους
Κι όσοι δεν είναι της γενιάς, τους βγάζουν παρανόμους.
Το σπέρμα έχει ισχυρή δύναμη προς τους «θρόνους»
Ιστορικό τεκμήριο, απ’ τους παλιούς τους χρόνους.
Άλλες το δήλωναν παλιά, άλλες δεν το τολμούνε,
Το χρήμα για αντάλλαγμα στον έρωτα ζητούνε…
Είναι «τιμή» που τίμημα πολύ μεγάλο έχει
να ψάχνει θρόνους έρποντας, στα τέσσερα να τρέχει.
Το τέταρτο πολύχρωμο κλειδί το ονομάζω,
δεν έχει χρώμα σταθερό, κι όλο μ’ αυτό σου τάζω
Πολιτική και κόμματα κρατούνε το κλειδάκι,
Όλο σου τάζουν ψέματα και σ’ έχουν στο χεράκι.
Αυτό κλειδί δεν φαίνεται, σημαία μάλλον μοιάζει
Πολλοί την κυνηγήσανε, ποιος θα την πρωτοπιάσει.
Σημαία την καρέκλα τους, ιδέα τον σκοπό τους,
Τάζουν ελπίδες ψεύτικες… Δεν έχουν τον Θεό τους!
Το τελευταίο το κλειδί κολλάει σαν την κόλλα…
Το χρήμα είναι ο Θεός που τα νικάει όλα!
Κολλά, δεσμεύει, ξεκολλά, πόλεμος ξεκινάει
Τίποτα μπρος του δεν μετρά και όλα τα νικάει.
Κάνει την πόρτα άνεμο, γωνίες στρογγυλεύει
Και τον Θεό μες στους ναούς με Μαμωνά μπερδεύει!
Δεν έχει δύναμη κανείς, μαζί του δεν τα βάζει,
Την πέτρα κάνει πούπουλο, το σίδερο το σπάζει.
Την πόρτα προς τον θρόνο σου εύκολα σου ανοίγει,
Χέρι στιλέτο γίνεται που στην καρδιά σου μπήγει.
Χρήμα κλειδί που άνοιξες πόρτα του παραδείσου
Αξίες σε προσκύνησαν, γύρε κι αποκοιμήσου.
Τη δύναμη δεν σου στερεί κλειδί πεπερασμένο
Έβαλες και τον μέτριο στον θρόνο σφηνωμένο.
Πέντε κλειδιά κι απέναντι ένα κλειδί παλεύει
Μόνο του στέκει, όρθιο, τους βλέπει και χαζεύει.
Αξία το όνομα αυτού, τη μάχη μόνο δίνει,
Τον θρόνο ονειρεύεται κι όλο φαρμάκια πίνει…
Στον θρόνο σπάνια θα δεις κλειδί σ’ αυτόν τον τύπο
Ακούς πολλή υπόσχεση, του ΘΑ… έχει τον ήχο.
Αυτά τα έξι τα κλειδιά πληρώνει ο γερο-λύκος
Και δρόμο ανηφορικό περπάτησε με μήκος…
Ψάξε να βρεις ένα κλειδί, την πόρτα σου να ανοίξεις
Αν θέλεις σύντομα, μικρέ, τον θρόνο σου να σμίξεις.
Για το Books 'n' more..
Ζέτα Αυγερινού
Απόφοιτος τμήματος δημοσιογραφίας & Μ.Μ.Ε Α.Π.Θ
Εργάζεται σε καθημερινή εφημερίδα.
Λατρεύει τη μουσική & τα ταξίδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου