* Ποιες είναι οι αναζητήσεις σας στο ποιητικό πεδίο όπως αυτό διαμορφώνεται σήμερα, αρχές του 21ου αιώνα; Ποια θέματα σας απασχολούν;
Θα ήθελα ο κόσμος να αρχίσει να διαβάζει ξανά ποίηση, όπως παλιά. Να μην θεωρείται κάτι ξεπερασμένο και δύσκολο που αφορά μόνο μια μικρή μερίδα του κόσμου.
Τα θέματα που με απασχολούν όπως προϊδεάζει και ο τίτλος του βιβλίου μου είναι οι σκέψεις και τα συναισθήματα μου, οι αγωνίες μου για το μέλλον του κόσμου και η αναζήτηση της ευτυχίας. Μα βέβαια απασχολούν και τα κοινωνικά θέματα. Αρκετά ποιήματα μου αναφέρονται στους μετανάστες και στην προσπάθεια τους να ενσωματωθούν στην κοινωνία μας. Η απώλεια αγαπημένων προσώπων, η μοναξιά που βασανίζει τον σύγχρονο άνθρωπο, με συγκινεί ιδιαίτερα. Φυσικά ο έρωτας δεν μπορούσε να λείπει από την συλλογή μου.
* Έχετε, συνομήλικοι και ομότεχνοι, κοινά χαρακτηριστικά έκφρασης που σας ομαδοποιούν και σας διαφοροποιούν από τις προηγούμενες γενιές Ελλήνων ποιητών;
Μετά το 2004 αναδύεται μια νέα γενιά ποιητών. Σήμερα βλέπουμε τους ποιητές να μετέχουν στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα, να τοποθετούνται πολιτικά, να συμμετέχουν σε κινήματα.
Χαρακτηριστικά των νέων καλλιτεχνών, των καλλιτεχνών της γενιάς μου, είναι η αναφορά τους στην κοινωνία, οι υπαρξιακές αγωνίες, η κρίση αξίων που βιώνουν και η αμφισβήτηση του σύγχρονου life style. Προσπαθώντας να εκφράσουμε το μήνυμά μας δυναμικά και άμεσα, ο στίχος γίνεται πιο απλός με πολλά στοιχεία προφορικότητας. Προσωπικά πιστεύω ότι σήμερα που είναι ανάγκη όσο ποτέ να επανεφεύρουμε την ανθρωπιά, η ποίηση μπορεί να σταθεί ο μόνος οδηγός στις αναζητήσεις μας. Μόνο με την τέχνη και την ποίηση μπορούμε να ξαναδημιουργήσουμε τον Άνθρωπο.
* Ποια είναι η σχέση σου με τις προηγούμενες αυτές γενιές ή με την ξένη ποίηση; Ποιες επιρροές καταγράφεις; Ποιες επιδράσεις Ελλήνων ή ξένων ποιητών σε χαρακτηρίζουν;
Από το γυμνάσιο άρχισα να διαβάζω πιο συστηματικά βιβλία. Η βιβλιοθήκη της νονάς μου ήταν η συντροφιά μου μιας και δεν είχα ιδιαίτερη κοινωνική ζωή. Ξεκίνησα με τον Μενέλαο Λουντέμη, τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Γιώργο Σεφέρη. Η γραφή τους με επηρέασε πολύ και σαν άνθρωπο με βοήθησαν να διαμορφώσω τον χαρακτήρα μου. Αγαπημένοι μου και οι Φιόντορ Ντοστογέφσκι, Έρνεστ Χεμινγουει, Γουίλιαμ Σέξπιρ, Έντγκαρ Άλλαν Πόε και η ποιήτρια Σύλβια Πλαθ.
* Υπάρχει στα ποιήματα σου διάθεση απόκλισης από το παρελθόν, πρόθεση ανανέωσης της ποιητικής έκφρασης; Πειραματίζεσαι με νέα είδη;
Δεν μου αρέσει να γράφω με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Μου αρέσει να έχω ελευθερία και να μην εγκλωβίζομαι μέσα σε στερεότυπα. Γράφω σε ελεύθερο στίχο κυρίως και αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι να γράφω μικρές ιστορίες.
* Το Ίντερνετ δίνει πλέον τον χώρο στον κάθε ένα να «δημοσιεύει» ποιήματα του με αποδέκτη ένα ευρύτατο από κάθε άποψη κοινό. Σε εμπνέει αυτός ο χώρος; Μπορεί να αναπτύξει τη γραφή σου;
Πιστεύω και πως έτσι μπορεί να δείξει κάποιος την δουλειά του. Να τον μάθει το ευρύ κοινό. Σήμερα όλοι ασχολούμαστε λίγο πολύ με το ίντερνετ και ενημερωνόμαστε για όλα. Με εμπνέει ο χώρος, αυτή η αμεσότητα. Γράφεις κάτι και αμέσως το βλέπει ο κόσμος. Αλλά είναι τελείως διαφορετικό πράγμα να ξέρεις πως κάποιος επέλεξε, αγόρασε και θέλει να διαβάσει το βιβλίο σου. Σου δημιουργείται ένα πολύ μεγάλο αίσθημα χαράς, ολοκλήρωσης. Συνειδητοποιείς πως για αυτόν τον λόγο γράφεις.
* Πιστεύεις ότι Facebook, Twitter και άλλοι ιστότοποι υποκαθιστούν σήμερα τα «λογοτεχνικά στέκια» όπου σύχναζαν οι παλαιότεροι; Οι νεότεροι έχετε ανάλογα «ζωντανά» στέκια συνάντησης;
Πιστεύω πως ναι τα υποκαθιστούν. Είναι η εύκολη λύση. Υπάρχουν ευτυχώς πολλές ομάδες που μπορείς να προβάλεις τη δουλειά σου, να μάθεις τις δουλειές των άλλων και να συνομιλήσεις με ανθρώπους που αγαπούν όπως και εσύ να διαβάζουν, προτείνοντας ο ένας τον άλλο κάποιο καλό βιβλίο. Έχουν αλλάξει τα πράγματα. Υπάρχει, βέβαια και η αρνητική πλευρά. Γενικά τα σόσιαλ μίντια έχουν επηρεάσει αρνητικά τις ανθρώπινες σχέσεις. Λείπει η ουσιαστική επαφή. Βλέπω πολλούς που βγαίνουν έξω με τις παρέες τους, με τις σχέσεις του και είναι κολλημένοι στα κινητά τους και τους υπολογιστές τους και με θλίβει αυτό. Οπότε θεωρώ πώς διευκολύνουν μεν στο να δείξεις την δουλειά σου αλλά συντελούν στην αποπροσωποποίηση των ανθρώπινων σχέσεων.
* Στην εποχή των Πολυμέσων, Διαμέσων και άλλων εναλλακτικών μέσων έκφρασης του ποιητικού λόγου, απηχούν οι στίχοι του Ρίτσου: «Κάτι μεγάλες, ακατανόητες λέξεις/ μπαίναν στο καθημερινό μας λεξιλόγιο.../ σα νάχαν ‘έρθει ξένοι κατακτητές κ’ εγώ είχα προφτάσει/ να κρυφτώ σε μια κρύπτη μυστική...» Αισθάνεσαι ότι η ποίηση άρχισε επιτέλους να βγαίνει από τη μυστική της κρύπτη;
Πιστεύω πως ναι έχει αρχίσει επιτέλους να συμβαίνει αυτό, αλλά έχουμε δρόμο μπροστά μας. Πρέπει να καταλάβει ο αναγνώστης ότι ειδικά στις ποιητικές συλλογές ο ποιητής- συγγραφέας καταθέτει την ψυχή του. Αυτό που θέλουμε είναι να ακουστούμε. Να μας νιώσουν. Με απλά λόγια όχι δυσνόητα να μπούμε στα σπίτια και στις καρδιές των ανθρώπων. Να ενωθούν οι ψυχές μας, αυτό θα ήταν το ιδανικό για μένα, έστω και για λίγο.
* Θα ήθελες να μας στείλεις δύο ποιήματα σου σαν επίλογο αυτή της συνομιλίας;
Με μεγάλη μου χαρά! Σας ευχαριστώ για την υπέροχη συνέντευξη σας.
ΕΛΠΙΔΑ
Ο ουρανός και η γη παίζουνε παιχνίδια,
μα εμείς δεν τους καταλαβαίνουμε
εσύ εκεί και εγώ εδώ προσπαθούμε
την απόσταση να καλύψουμε, να έρθουμε
πιο κοντά.
Πού είναι η σκάλα που σου έδωσα να κατεβείς, ή να ανεβώ;
Έκανα τόσο κόπο να ψάξω να τη βρω.
Έλα βγες, το πρόσωπό σου πάλι για να δω,
Ελπίδα, φίλη, ακριβή, μου φαίνεται πως άργησες
πολύ, νόμιζα πως σε είδα να έρχεσαι, όμως τελικά
δεν ήσουν εσύ.
Γνωρίζεις πόσο δύσκολος είναι ο δρόμος που
επέλεξα να ακολουθώ,
σαν καραβάκι που φτιάχτηκε ένα πρωί
από ένα τυχαίο χαρτί
στη λήθη και εγώ θέλω να χαθώ,
για αυτό βουτάω όσο το δυνατόν πιο πολύ μπορώ
μέσα σε ένα γνώριμο και αφιλόξενο βυθό.
Φώτισέ με λοιπόν ξανά, χωρίς εσένα αδυνατώ
να δω τα πράγματα καθαρά,
διώξε τη συννεφιά που πάνω μου έχει απλωθεί,
καθάρισε μου την πληγή.
Μη με αφήνεις άλλο να λιώνω μπρος σε ένα
κομματιασμένο γιατί,
στη μιζέρια μου και στην απελπισία μου
δεν βλέπεις πως έχω τόσο αφεθεί;
Εμφανίσου και με το ένα σου το χέρι
σήκωσε με ψηλά, να μου φαίνονται
όλα εδώ κάτω, τόσο ασήμαντα, τόσο απλά,
νανούρισε με σαν παιδί
που δεν έχει ακόμα προλάβει να γεννηθεί, στο στήθος σου και αυτό το βράδυ,
βάλτο γλυκά να κοιμηθεί.
ΑΝ ΕΙΧΑ ΦΩΝΗ
Θα ήθελα αν είχα θάρρος και φωνή που να μπορούσε να ακουστεί να ρωτούσα όλους εκείνους που κάνουνε σαν να μην έχει απολύτως τίποτα συμβεί, δεν βλέπουν πως ο κόσμος λίγο θέλει ακόμα για να γκρεμιστεί, πόσο αλήθεια είναι τυφλοί. Έχουν ξεχάσει πως μέσα τους έχουν ψυχή, απέραντη θλίψη, νιώθω και πολύ θυμό, κάθε μέρα όλο και κάτι άσχημο θα ακούσω η θα δω, με κάνει να αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που με κρατάει ακόμα εδώ, τι προσμένω, τι αποζητώ.
Σκοτώνουνε χωρίς καμιά ενοχή γιατί λένε ο Θεός τους το απαιτεί, αν της πίστης τους κάποιοι δεν αλλάξουν πρέπει το κεφάλι τους να χάσουν. Κοιτάξτε τα ακέφαλα πτώματα, χωρίς μάτια και γλώσσα είναι τα πρόσωπα, δεν σκέφτεστε όπως και εγώ, αν πρόλαβαν όσα θέλανε να πουν, τι νιώθανε λίγο πριν το τέλος τους άδικα βρουν.
Κάπου, κάποιοι άλλοι πέφτουν στο κενό και άλλοι χάνονται από τον καινούργιο τον ιό. Όταν γυρνάω στο σπίτι τα βράδια, στέκει εκεί μια γυναίκα στα φανάρια, ποια να είναι κανείς δεν ρωτά. Αν της αρέσει αυτό που κάνει ή αν μέσα της πονά που πρέπει και με άλλον κάθε βράδυ της να περνά.
Στον θάνατο στέλνουν ακόμα παλικάρια για ένα κόμμα, μια ομάδα. Κάποιοι ξεσπούν τη βία τους και στα ζωάκια που ήτανε πάντοτε τα μοναδικά μου φιλαράκια. Πήγανε λέει δυο παιδιά και βάλανε σε μια γάτα φωτιά, γελώντας δυνατά, θα αναρωτήθηκε αλήθεια τι να τους μαθαίνουν στο σχολείο τώρα πια;
Βασανίζουν ηλικιωμένους για λίγα λεφτά, άλλοι βιάζουν τα ίδια τους τα παιδιά. Μιας μάνας κρεμάσανε στο δέντρο τα παιδιά ακόμα την ακούω να σπαράζει, να βογκά. Μιας άλλης ράψανε το στόμα για να μην μπορέσει να ξαναπεί για εκείνη τι σημαίνει ειρήνη, λύτρωση. Οι βουλευτές, μας τρώνε ακόμα καλά και αφήνουν τον λαό τους στα σκουπίδια να ψάχνει για να βρει κάτι να φάει στα πόδια του να στυλωθεί.
Είδα στο απέναντι δρομάκι ένα παιδί, κουρέλια φορούσε και είχε τρύπια παπούτσια, με κοιτούσε με ένα παράπονο, με ένα γιατί. Θα ήθελα να του είχα πει πόσο ντροπή ένιωθα εκείνη τη στιγμή που με περίμενε στο σπίτι μου ζεστό φαΐ.
Τα όνειρα τα δικά του και τα δικά μου, εκείνοι που δεν ξέρουμε και που πότε μας δεν θα μάθουμε αποφασίσανε πως πρέπει να πάψουνε να ζουν, τα χαμόγελα από τα χείλη μας να σβηστούν. Με ένα παραμύθι να του έλεγα αντίο και πως ίσως κάποια μέρα να βρεθούμε μαζί στο ίδιο πλοίο, μακριά από το τώρα, μακριά και από το κρύο.
Κάποιοι προσπαθούν τα υπάρχοντά τους να σώσουν από τη βροχή και εγώ χαίρομαι που επιτέλους θα τελειώσει και η μέρα αυτή, πολλές σκέψεις και συναισθήματα με φόρτωσε τι άλλο φυλάει αύριο για να μου δώσει.
Κάτι τελευταίο θα ήθελα να ξέρω, πριν τα μάτια μου κλείσω μήπως καταφέρω και ηρεμήσω, πιστεύετε ότι σήμερα καταφέρατε να κάνετε έστω μια πράξη ευγενική, να δώσετε λίγο από τον πολύτιμο χρόνο σας σε κάποιον που είχε ανάγκη πραγματική εσάς ή κάποιον σαν εσάς για να ακουστεί, ή τον αφήσατε και φύγατε γρήγορα για να μην σας προλάβουν τα δάκρυά του, ο πόνος που είχε κρύψει μέσα στην καρδιά του, να μην γίνουν και δικά σας τα βάσανά του.
Δώσατε πουθενά έστω μια αγκαλιά, είπατε και ας μη το πιστεύατε πως όλα θα πάνε καλά, ανάψατε σε κάποιον που κρυώνει μια φωτιά, ταΐσατε την πεινασμένη ψυχή του και την άδεια κοιλιά του, του χαρίσατε μια γλυκιά ματιά να τη θυμάται αργότερα και να γελά ή το βλέμμα σας κατεβάσατε πολύ χαμηλά, από τον πλούτο σας κρατηθήκατε γερά, τέτοια πράγματα δεν είναι δυνατόν να συμβαίνουν ακόμα ίσως να σκεφτήκατε και ύστερα να χαθήκατε, πιο αδύναμοι και πιο μικροί θα πρέπει να αισθανθήκατε.
Η συγγραφέας σχολιάζοντας με τον δικό της τρόπο το "κοινωνικό γίγνεσθαι", καταγράφει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, τους φόβους, τις αγωνίες και τις ελπίδες της για όλα όσα την απασχολούν. Μιλάει γι' αυτά που την πληγώνουν και της προκαλούν θυμό, για τη μοναξιά που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος και την επιτακτική του ανάγκη να αποκτήσει "φωνή" και να "ακουστεί ". Οι ερωτικές ιστορίες δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν καθώς ο έρωτας, το αρχέγονο αυτό συναίσθημα, κυριαρχεί και συχνά " σφραγίζει " τη ζωή μας.
Η Βιργινία Μαρουλά γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε διαιτολογία αλλά δεν την άσκησε ποτέ.
Σαν καλλιτεχνική φύση που είναι, παρακολούθησε σεμινάρια υποκριτικής και συμμετείχε σε διάφορες θεατρικές ομάδες. Μεγάλη της αγάπη όμως είναι η λογοτεχνία.
Η ίδια λέει "Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, διαβάζω. Οι πρώτες συγγραφικές μου απόπειρες βρίσκουν καταφύγιο στα θρανία, τα βιβλία και στα μαθητικά τετράδια της Α΄ Γυμνασίου. Έτσι ξεκινά για μένα το παιχνίδι και η περιπέτεια με τις λέξεις που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα ".
Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο που εκδίδει και το αφιερώνει στον άνδρα της Γιώργο Σταύρου και στην οικογένειά της.
Για το Books 'n' more magazine
Αλίνα Παπαδοπούλου
Έχει σπουδάσει Digital Marketing & Social Media στο Ηνωμένο Βασίλειο
Εργάζεται στην πρεσβεία της Σουηδίας ως διερμηνέας. Υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων στον εκδοτικό όμιλο A&P Publications, υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων του περιοδικού Βooks 'n' more magazine.
Ραδιοφωνική παραγωγός
Της αρέσει η ταχύτητα, τα ταξίδια και έχει μεγάλη συλλογή από ακριβά αρώματα.
Ζει ανάμεσα σε Αθήνα και Ιταλία
Στόχος της να κατακτήσει το άγνωστο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου